Η οικονομική στήριξη ή εάν θέλετε καλύτερα συνεισφορά των γονέων στην ενήλικη ζωή των παιδιών τους δεν αποτελεί είδηση. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.
Είτε αυτό αφορά τη χρηματοδότηση του γάμου τους, είτε την απόκτηση σπιτιού, οι γονείς είναι οι βασικοί… σπόνσορες. Αυτό που φαίνεται να έχει αλλάξει σήμερα είναι διάρκεια του χαρτζιλικώματος.
Περίπου το 59% των γονέων δήλωσαν ότι βοήθησαν οικονομικά τα νεαρά ενήλικα παιδιά τους τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη από το Pew Research Center και η οποία επικεντρώθηκε σε ενήλικες κάτω των 35 ετών.
Επιπλέον περισσότεροι νεαροί ενήλικες μένουν στο πατρικό τους. Ενδεικτικά το 57% των ενηλίκων —κάτω των 25 ετών— ζουν με τους γονείς τους.
Χαρτζιλίκι – ενηλικίωση: 1-0
Οικονομολόγοι και ερευνητές αποδίδουν τα παραπάνω στοιχεία, στο γεγονός ότι στη σημερινή εποχή οι νεότεροι άνθρωποι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να επιτύχουν τους επαγγελματικούς τους στόχους συγκριτικά με παλαιότερα, επίσης η διαδρομή τους είναι περισσότερο… ακριβή. Το χάσμα πλούτου μεταξύ των ηλικιωμένων Αμερικανών και των νεότερων είναι μεγαλύτερο, και δίνει σε ορισμένους γονείς περισσότερα μέσα και λόγους να βοηθήσουν. Εν ολίγοις, η ενηλικίωση δεν σημαίνει πλέον την απομάκρυνση από το χαρτζιλίκι.
Η Kami Loukipoudis δηλώνει στη Wall Street Journal πως εκείνη και ο σύζυγός της γνώριζαν εξ’ αρχής πως θα χρειάζονταν την οικονομική στήριξη των γονιών τους προκειμένου να αγοράσουν σπίτι στη Νέα Υόρκη, καθώς το να προσπαθήσουν να μαζέψουν χρήματα μόνοι τους, ενώ πληρώνουν και ενοίκιο, «θα τους έπαιρνε 300 χρόνια».
Τα ενήλικα παιδιά δεν παίρνουν απαραίτητα περισσότερα λεφτά από τους γονείς τους, αλλά εξαρτώνται από αυτούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι οι προηγούμενες γενιές, εξηγεί η Marla Ripoll, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ.
Από τα νεαρά ενήλικα παιδιά που δήλωσαν ότι έλαβαν οικονομική βοήθεια από έναν γονέα κατά το προηγούμενο έτος, τα περισσότερα δήλωσαν ότι την έδωσαν για καθημερινά έξοδα του νοικοκυριού, όπως λογαριασμούς τηλεφώνου και συνδρομές σε υπηρεσίες streaming όπως το Netflix, σύμφωνα με την έρευνα της Pew.
«Βοήθησε πάρα πολύ… δεν χρειάστηκε να πάρω άλλα δάνεια»
Το ποσό των χρημάτων και η συχνότητα της βοήθειας ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Εκείνοι που βρίσκονται μεταξύ 18-34 ετών είναι πολύ πιο πιθανό να πουν ότι είναι εντελώς ανεξάρτητοι οικονομικά από τους γονείς τους σε σύγκριση με τα νεότερα ενήλικα παιδιά, καθώς πολλά από τα παιδιά της τελευταίας ομάδας ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Σχεδόν το ένα τρίτο των νεαρών ενήλικων παιδιών μεταξύ 30 και 34 ετών δηλώνουν ότι εξακολουθούν να λαμβάνουν γονική βοήθεια.
Η 33χρονη Heather McAfee φυσικοθεραπεύτρια στο Όστιν του Τέξας, δήλωσε ότι ζούσε στο σπίτι της μεταξύ 2019 και 2021, διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα φοιτητικά της δάνεια, ενώ οι τιμές των ενοικίων στην περιοχή της παρέμεναν τόσο υψηλές. Το σχέδιο λειτούργησε – έκτοτε μείωσε το υπόλοιπο του φοιτητικού της χρέους από 83.000 σε 15.000 δολάρια.
«Βοήθησε πάρα πολύ», είπε. «Δεν χρειάστηκε να πάρω άλλα δάνεια για να πληρώσω για τη διαβίωση σε διαμέρισμα ή κάτι τέτοιο. Αυτό το άγχος έφυγε».
Θέτοντας όρια
Λίγο περισσότεροι από τους μισούς γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι το να έχουν τα ενήλικα παιδιά τους στο σπίτι τούς έφερε πιο κοντά ή βελτίωσε τη σχέση τους, αλλά σχεδόν το 20% δήλωσε ότι αυτό έπληξε τα οικονομικά τους.
Οι οικονομικοί σύμβουλοι βρίσκονται συχνά στη δύσκολη θέση να απευθύνονται και στα δύο άκρα της εξίσωσης: στα ενήλικα παιδιά που χρειάζονται βοήθεια και στους γονείς που είναι αποφασισμένοι να βοηθήσουν τα παιδιά τους.
Ενώ οι προηγούμενες γενιές έβρισκαν μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία στις αρχές της δεκαετίας των 20, τα νεαρά ενήλικα παιδιά σήμερα συχνά δεν μπορούν να φτάσουν σε παρόμοια επίπεδα ανεξαρτησίας, όπως να ζήσουν μόνα τους ή να αγοράσουν το πρώτο τους σπίτι.
Οι οικογένειες συνήθως δεν θέτουν συγκεκριμένους κανόνες σχετικά με το πότε θα υπάρξει οικονομική βοήθεια και για ποιο λόγο, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εκπλήξεις στην πορεία, επισημαίνουν οι ειδικοί, όπως το να περιμένουν οι γονείς κάποια στιγμή να τους τα δώσουν πίσω.