Την εκτίμησή του ότι η Εθνική Τράπεζα θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και νοικοκυριών με κεντρικό στόχο την μετεξέλιξή της σε τράπεζα πρώτης επιλογής για τους πελάτες, εξέφρασε πριν από λίγο στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της Εθνικής Τράπεζας ο CEO Παύλος Μυλωνάς.
Από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης ο κ. Μυλωνάς επεσήμανε ότι «το μακροοικονομικό περιβάλλον της χώρας προβλέπεται να είναι σταθερό και ευοίωνο τα επόμενα χρόνια και αυτό θα δημιουργήσει ισχυρή ζήτηση για δάνεια». Ο Διευθύνων Σύμβουλος εκτίμησε πως θα υπάρξει ισχυρή ζήτηση δανεισμού, με αιχμή του δόρατος τις επιχειρηματικές επενδύσεις.
“Έχουμε εκταμιεύσει επτά δισ. ευρώ νέα δάνεια ετησίως τα τελευταία τρία χρόνια, κυρίως στον τομέα των επιχειρηματικών έργων, ενώ σήμερα ενισχύεται η ζήτηση δανείων από ιδιώτες, ειδικά στον χώρο των στεγαστικών δανείων”.
Παράλληλα χαρακτήρισε το 2023 «έτος ορόσημο» για την Εθνική Τράπεζα καθώς κατέδειξε την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο placement του 22% των μετόχων που διατηρούσε το ΤΧΣ αλλά και την εμπιστοσύνη που έδειξαν οι επόπτες οι οποίες επέτρεψαν τη διανομή μερίσματος 332 εκατ. ευρώ ποσό που με βάση τα σημερινά επίπεδα της μετοχής αντιστοιχεί σε μερισματική απόδοση 4,5%. Αυτή, μάλιστα, είναι ακόμη υψηλότερη εάν λάβουμε υπόψη τις τιμές του 2023″ τόνισε ο κ. Μυλωνάς.
“Είμαστε πολύ υπερήφανοι που αναγνωρίστηκε η προσπάθεια των τελευταίων πέντε ετών και, μάλιστα, με χειροπιαστές πράξεις”, σχολίασε χαρακτηριστικά, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, “η συναλλαγή του placement αυτή μιλάει από μόνη της: σημαντική υπερκάλυψη και άνοδος της τιμής της μετοχής στη συνέχεια”, επισήμανε.
Αναφορικά με τον επόπτη, ο κ. Μυλωνάς στάθηκε στο γεγονός πως ενέκρινε μετά από 16 χρόνια τη διανομή μερίσματος ίσο με το 30% των κερδών του 2023, υπενθυμίζοντας παράλληλα, πως οι εποπτικές αρχές μείωσαν τα ελάχιστα απαιτούμενα κεφάλαια, γεγονός που αποτελεί ένδειξη εμπιστοσύνης στην ΕΤΕ και καταδεικνύει τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί με την απόδοση ιδίων κεφαλαίων να ξεπερνά το 18%.
Επίσης σύμφωνα με τον κ. Μυλωνά η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της τράπεζας καταγράφεται και από την αναβάθμιση της από τους ξένους οίκους αξιολόγησης με την Moody’s να της δίνει πριν από λίγες μέρες μια βαθμίδα πάνω από την αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου. Νωρίτερα, πριν περίπου δύο μήνες, επενδυτική βαθμίδα είχε δώσει στην ΕΤΕ και ο οίκος DBRS, καθιστώντας την, την πρώτη εγχώρια τράπεζα που το κατάφερε.
Επιπλέον, επεσήμανε ότι η μακροπρόθεσμη πορεία της ΕΤΕ εξαρτάται από την εμπειρία του Πελάτη, ο οποίος τίθεται στο επίκεντρο της στρατηγικής της Διοίκησης της ΕΤΕ. Αναφέρθηκε ενδεικτικά ότι το 98% των συναλλαγών γίνεται πλέον από ψηφιακά κανάλια (το 60% από κινητό και Internet), ενώ οι τραπεζικοί σύμβουλοι (RMs) έχουν αποκτήσει νέες συμβουλευτικές δεξιότητες.
Αναφέρθηκε επίσης η έμφαση της ΕΤΕ στην ανάπτυξη και επιβράβευση του ανθρώπινου δυναμικού και στη διαμόρφωση του βέλτιστου εργασιακού περιβάλλοντος, η έμφαση στη βιωσιμότητα (η ΕΤΕ είναι η 1η Τράπεζα σε χρηματοδοτήσεις ΑΠΕ) και το ευρύ έργο εταιρικής κοινωνικής ευθύνης της Τράπεζας.
Πάνω από 2% η αύξηση του ΑΕΠ
Ο πρόεδρος της τράπεζας Γκ. Χαρδούβελης ανέφερε ότι για φέτος και το 2025 το ελληνικό ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα τρέξει με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%, αλλά θα ήταν μεγάλη παγίδα να υπάρξει εφησυχασμός καθώς οι αβεβαιότητες είναι πολλές. Αναφέρθηκε στα οφέλη του Ταμείου Ανάκαμψης λέγοντας ότι έχει απορροφηθεί λίγο πάνω από το 50% των κονδυλίων, στην πραγματική οικονομία έχει περάσει το 20% αυτών, που συνεπάγεται ότι το αναπτυξιακό όφελος είναι μπροστά μας.
Όπως ανέφερε, η ΕΤΕ πέτυχε πέρυσι υγιή πιστωτική επέκταση, βελτίωσε την ποιότητα του δανειακού της χαρτοφυλακίου και εμφάνισε υψηλότερο δείκτη ρευστότητας κατά 2,3 φορές έναντι του απαιτούμενου από τον SSM ελάχιστου δείκτη. Παράλληλα, σημείωσε διψήφιες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων, 18,3%.
Σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα στην ΕΕ, ο κ. Χαρδούβελης τόνισε ότι έχει ανοίξει ευρεία συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της Ευρώπης, στην οποία οι ελληνικές τράπεζες έχουν ενεργό θετικό ρόλο, με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την ταχεία απελευθέρωση της χρηματοδότησης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.