Εν αναμονή της σημερινής νέας μείωσης των επιτοκίων αναφοράς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά 0,25 μονάδες χαμηλότερα βρίσκεται το εγχώριο πιστωτικό σύστημα, καθώς κάθε μια τέτοια μείωση ισοδυναμεί με πτώση των εσόδων από τόκους περί τα 100 έως 120 εκατ. ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Τα μηνύματα που καταφθάνουν από τη Φρανκφούρτη προμηνύουν δύο μειώσεις επιτοκίων έως το τέλος του έτους, η πρώτη σήμερα και η δεύτερη τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, στο βαθμό που επαναβεβαιωθούν και το επόμενο διάστημα τα καλά νέα για την πορεία του πληθωρισμού, αναμένονται και νέες μειώσεις επιτοκίων τους πρώτους μήνες του 2025, το εύρος των οποίων θα εξαρτηθεί από την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας με επίκεντρο το υφεσιακό τοπίο στη γερμανική οικονομία.
Η ΕΚΤ έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι οι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική θα λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, θέλοντας να έχει ελευθερία κινήσεων, ανάλογα με την πορεία του πληθωρισμού προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την πορεία της οικονομίας.
Όπως εξηγεί υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή «είναι εξαιρετικά πιθανό ότι σε κάθε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ από εδώ και στο εξής, αρχής γενομένης από σήμερα, οι παρεμβατικοί της δείκτες θα μειώνονται κατά 25 μονάδες βάσης».
Σε αυτήν την περίπτωση το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα βρεθεί από το 3,5% σήμερα στο 3% στο τέλος της εφετινής χρονιάς και στο 2% τον Ιούνιο του 2025. Αυτή η εξέλιξη αναπόφευκτα θα πιέσει το επιτοκιακό εισόδημα σε χαμηλότερα επίπεδα, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών αποτελείται από προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου.
«Η μείωση των επιτοκίων αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση για δάνεια τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων όσο και από τη πλευρά των ιδιωτών και επομένως την πιστωτική επέκταση των τραπεζών που είναι κυρίαρχο ζήτημα για τη συνέχιση της κερδοφορίας το προσεχές χρονικό διάστημα» προσθέτει η ίδια πηγή.
Τι σημαίνει για τις τράπεζες
Παρά την εν εξελίξει διαδικασία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ τα καθαρά έσοδα από τόκους των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας αναμένεται να σημειώσουν νέο ρεκόρ στα καθαρά έσοδα από τόκους.
Στο σύνολο του 2024, στο χειρότερο σενάριο θα διαμορφωθούν στη ζώνη των 8,1 δισ. ευρώ, λόγω του ισχυρότερου σε ετήσια βάση επιτοκιακού περιθωρίου, με το οποίο θα κλείσει η χρονιά.
Αναλυτικότερα, οι διατραπεζικοί δείκτες euribor, με τους οποίους είναι συνδεδεμένο το μεγαλύτερο τμήμα του δανειακού τους χαρτοφυλάκιο, θα διατηρηθεί το 2024 υψηλότερα από πέρυσι, ενώ την ίδια στιγμή το μέσο κόστος των καταθέσεων και των εκδόσεων ομολόγων αναμένεται να υποχωρήσει.
Παράλληλα οι τράπεζες προωθώντας σε προϊόντα wealth τις καταθέσεις κερδίζουν από τις προμήθειες ενώ παραμένει χαμηλό το κόστος των καταθετικών λογαριασμών το οποίο και θα υποχωρήσει περαιτέρω στο πλαίσιο της πτώσης των επιτοκίων. Τέλος ως γνωστόν οι τράπεζες πραγματοποιούν hedging αντισταθμίζοντας τις απώλειες εσόδων από την πτώση των επιτοκίων με έσοδα από άλλα προϊόντα.
Τι σημαίνει για τους δανειολήπτες
Η νέα μείωση θα περάσει κυρίως στα δάνεια και δευτερευόντως στις καταθέσεις, με τους καταθέτες να έχουν στραφεί στις προθεσμιακές μεγάλης διάρκειας ώστε να «κλειδώσουν» αποδόσεις πριν από την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων αλλά και επενδυτικά προϊόντα.
Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια (όχι μόνο 1ης κατοικίας), η χαμηλή παραγωγή νέων δανείων από τον Ιανουάριο του 2023 και η πρωτοβουλία των τραπεζών να «παγώσουν» για δύο χρόνια, μέχρι την άνοιξη του 2025, τα κυμαινόμενα επιτόκια των δανείων που είχαν εκταμιευθεί μέχρι τις 31/12/2022 στα επίπεδα του Μαρτίου 2023, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων, έδωσε ανάσα σε 442.000 δανειολήπτες με ενήμερα δάνεια συνολικού ύψους 19 δισ. ευρώ. Το όφελος για τους εν λόγω δανειολήπτες είχε υπολογιστεί τον περασμένο Ιούνιο σε περισσότερα από 250 εκατ. ευρώ. Οφελος είχαν και οι δανειολήπτες που «γύρισαν» εγκαίρως τα δάνειά τους από κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερού όταν ξεκίνησε το ράλι αυξήσεων από την ΕΚΤ τον Ιούλιο του 2022.
Όσοι προχώρησαν σε αγορά κατοικίας με δάνειο τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά την 1η Ιανουαρίου 2023, όταν άρχισε να υποχωρεί η ζήτηση λόγω ανόδου των επιτοκίων και σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ακινήτων, στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έχουν επηρεαστεί από τις αυξομειώσεις των επιτοκίων καθώς επέλεξαν σταθερό επιτόκιο για 3-10 χρόνια ή και για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και στη συνέχεια κυμαινόμενο.
Μικρή ελάφρυνση θα δουν οι δανειολήπτες επιχειρηματικών δανείων, καθώς τα περισσότερα νέα επιχειρηματικά δάνεια –με εξαίρεση αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης– έχουν ως βάση αναφοράς το euribor και έτσι η μείωση κατά 0,25 θα αποτυπωθεί άμεσα. Το ίδιο ισχύει και για τα δάνεια που συνδέονται με ειδικά προγράμματα, π.χ. της ΕΤΕΠ ή της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, τα οποία εκτός από την προνομιακή τιμολόγησή τους λόγω της εγγύησης ή της επιδότησης επιτοκίου είναι κυμαινόμενα, συνδεδεμένα με το euribor.
Τι σημαίνει για την ελληνική οικονομία
Σε ότι αφορά στις συνέπειες για την ελληνική οικονομία, παράγοντες και στελέχη του οικονομικού επιτελείου μιλούν για ένα ιδιαίτερα θετικό σκηνικό που βοηθά να συνεχιστεί, απρόσκοπτα, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Η τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης που εκτιμάται ότι θα προέλθει από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων των νοικοκυριών και οι φθηνότερες πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις για χρηματοδότηση επενδύσεων θα έχουν θετικές επιπτώσεις στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ο οποίος σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,2% εφέτος και στο 2,3% το 2025.