Τον “δρόμο” για την “ομολογία” πράξεων φοροδιαφυγής, που στη συνέχεια φέρνει γρήγορες διαδικασίες πληρωμών των οφειλών αλλά και εκπτώσεις προστίμων “δείχνει”, συμβολικά, η ΑΑΔΕ με την ανάρτηση του “εντύπου δήλωσης αποδοχής πράξεων στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου”. Πρόκειται για ένα ειδικό έντυπο θα πρέπει να συμπληρώσουν όσοι φορολογούμενοι, που παραδέχονται ότι έχουν υποπέσει στο “σφάλμα” της φοροδιαφυγής, παίρνοντας ως αντάλλαγμα την έκπτωση έως και 50% των προστίμων που τους έχουν επιβληθεί.
Στο έντυπο αυτό οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να συμπληρώσουν τα προσωπικά τους στοιχεία, την επωνυμία της εταιρείας, το είδος της δραστηριότητας, τη διεύθυνση τους και να δηλώσουν ότι αποδέχονται την πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, τέλους η εισφοράς.
Στη συνέχεια εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση του προσδιορισμού φόρου με την παραλαβή σχετικού μηνύματος στη θυρίδα του ηλεκτρονικού τους λογαριασμού θα πρέπει να καταβάλλουν το 25% του κύριου φόρου. Το υπόλοιπο ποσό μετά την αφαίρεση του 25% και τη μείωση των προστίμων θα καταβάλουν εφάπαξ η σε έως 12 δόσεις.
Το ποσό της οφειλής μετά την αφαίρεση της προκαταβολής του 25%, επιβαρύνεται με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τον χρόνο υποβολής της, προσαυξημένο κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες, ετησίως υπολογισμένο.
Επίσης, η μη εμπρόθεσμη καταβολή δόσης ή η μη εξόφληση στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής, συνεπάγεται άρση της έκπτωσης και καθιστά τη συνολική οφειλή, ως είχε πριν τη μείωση του αναλογικού προστίμου, ληξιπρόθεσμη, αφαιρουμένου τυχόν ποσού που καταβλήθηκε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το νέο μόνιμο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού που ισχύει από 1η Οκτωβρίου όσοι αναγνωρίζουν τις παραβάσεις που τους καταλογίζει η εφορία θα έχουν κλιμακωτές μειώσεις στα πρόστιμα. Συγκεκριμένα οι εκπτώσεις διαμορφώνονται ανάλογα με τη περίπτωση ως εξής:
- Στο 50% σε περίπτωση που η αποδοχή από το φορολογούμενο της κύριας οφειλής γίνει μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή πρόσκλησης παροχής πληροφοριών και έως την παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή εκπρόθεσμης αρχικής ή τροποποιητικής δήλωσης από την κοινοποίηση προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
- Στο 40% μετά την κοινοποίηση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ).
- Στο 30% μετά την κοινοποίηση της απόφασης της Δ.Ε.Δ. ή την πάροδο της προθεσμίας για τη σιωπηρή απόρριψη και ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ενώπιον αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου πρώτου βαθμού.
- Στο 25% μετά την άσκηση δικαστικής προσφυγής και έως την προηγούμενη ημέρα της αρχικά ορισθείσας ημερομηνίας για την εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.
Υπενθυμίζεται ότι στο α’ 3μηνο του 2024 οι εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις στα διοικητικά πρωτοδικεία ήταν 11.037, στα διοικητικά εφετεία ήταν σε εκκρεμότητα άλλες 5.045 υποθέσεις. Επίσης στο ΣτΕ έχουν φτάσει 2.495 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 644 αφορούσαν σε διαφορές άνω των 500.000 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η εισπραξιμότητα όλων αυτών των προστίμων παραμένει πολύ χαμηλή.
Μπλόκο στην προσφυγή στη Δικαιοσύνη
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσοι και όσες ενδιαφερθούν να ενταχθούν στη διαδικασία αποδοχής περιπτώσεων φοροδιαφυγής, μετά τον έλεγχο, ώστε να κερδίσουν το “κούρεμα” των προστίμων, δεν μπορούν να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια για να ακυρώσουν τον φόρο.
Επίσης, το χρονικό όριο για τους ελέγχους έχει επεκταθεί κατά 6 μήνες, με αποτέλεσμα εάν και σ’ αυτό το διάστημα δεν έχει ολοκληρωθεί η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο. Συγκεκριμένα, η διάρκεια του φορολογικού ελέγχου ορίζεται σε έως ένα έτος και μπορεί να παραταθεί άπαξ κατά έξι μήνες. Προϋπόθεση χορήγησης της παράτασης είναι η έναρξη της ελεγκτικής διαδικασίας εντός της αρχικής διάρκειας του φορολογικού ελέγχου. Περαιτέρω παράταση μέχρι έξι ακόμη μήνες είναι δυνατή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που αιτιολογούνται ειδικώς.
Μόνο αν από τον μέχρι τότε έλεγχο προκύψει πιθανότητα ποινικώς κολάσιμης φοροδιαφυγής, επιτρέπεται, με απόφαση του διοικητή, κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας, παράταση της διάρκειας του ελέγχου μέχρι οκτώ ακόμη μήνες από τη λήξη της προθεσμίας. Αν δεν ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος εντός των προθεσμιών, δεν επιτρέπεται νέος έλεγχος που να καλύπτει το αντικείμενο της αρχικής εντολής.