Στη δημοσιότητα δόθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η επιστολή που απέστειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την ακρίβεια και την προστασία των καταναλωτών.

Μεταξύ άλλων στην επιστολή ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρει ότι «είναι κρίσιμο πολιτικά, ενόψει και των επερχόμενων ευρωεκλογών, η ΕΕ να αποδείξει ότι μπορεί όχι μόνο να ιεραρχεί και να θέτει τις σωστές προτεραιότητες με βάση τα προβλήματα που απασχολούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και η ακρίβεια είναι αναμφίβολα ένα από αυτά- αλλά και να παρεμβαίνει με τρόπο αποφασιστικό, γρήγορο και αποτελεσματικό ώστε να τα επιλύει».

Προτείνει:

● Τον εμπλουτισμό του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας του ανταγωνισμού με διατάξεις που παρέχουν νέα εργαλεία και εξουσίες στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των αδικαιολόγητων TSCs,

● Την απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών που εδράζονται στη διάκριση μεταξύ των λιανοπωλητών ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους και την εθνική αγορά που εξυπηρετούν και ειδικότερα σε πρακτικές που εμποδίζουν το παράλληλο εμπόριο και τις διασυνοριακές παθητικές πωλήσεις,

● Την απαλοιφή των γλωσσικών περιορισμών στη σήμανση βασικών καταναλωτικών προϊόντων, όπου δεν είναι απολύτως απαραίτητοι, προκειμένου να μην εμποδίζεται το αρμπιτράζ μέσω παράλληλου εμπορίου ή την διερεύνηση των θετικών και αρνητικών στοιχείων της πολυγλωσσικής ψηφιακής σήμανσης των βασικών καταναλωτικών προϊόντων.

● Την αποτροπή της πολιτικής ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων να διαθέτουν ίδια ή παραπλήσια καταναλωτικά προϊόντα κάτω από διαφορετικές μάρκες σε διαφορετικά κράτη-μέλη προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή διαφορικής τιμολόγησης σε συνάρτηση με τη δεσπόζουσα θέση ή το μερίδιο αγοράς που έχουν επιτύχει σε κάθε χώρα.

Δείτε εδώ την επιστολή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen.

Ακολουθεί η επιστολή σε ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά:

Αξιότιμη Προέδρε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Αγαπητή Ούρσουλα,

Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να αναδείξω την ανάγκη για την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενιαίας Αγοράς στο πολιτικά κρίσιμο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών και των εισοδημάτων τους.

Η πρόσφατη πληθωριστική κρίση, που οδήγησε σε σημαντική διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των ευρωπαίων πολιτών, ανέδειξε τόσο την ασύμμετρη δύναμη που έχουν πολυεθνικοί κολοσσοί ως προς την διαφοροποιημένη τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν έναντι μεμονωμένων κρατών μελών, όσο και την αναξιοποίητη συλλογική της ένωσής μας.

Γι’αυτό είναι κρίσιμο πολιτικά, ενόψει και των επερχόμενων ευρωεκλογών, η ΕΕ να αποδείξει ότι μπορεί όχι μόνο να ιεραρχεί και να θέτει τις σωστές προτεραιότητες με βάση τα προβλήματα που απασχολούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες -και η ακρίβεια είναι αναμφίβολα ένα από αυτά- αλλά και να παρεμβαίνει με τρόπο αποφασιστικό, γρήγορο και αποτελεσματικό ώστε να τα επιλύει.
Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ακόμη πιο τολμηρά βήματα ώστε η ενιαία αγορά να λειτουργεί με περισσότερο ανταγωνισμό και διαφάνεια υπέρ των καταναλωτών. Μόνον έτσι οι πολίτες της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη χώρα όπου διαμένουν, θα μπορούν να απολαύσουν τα αποτελέσματα του φιλόδοξου κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος για μία Ευρώπη που διαπνέεται από τις αρχές της συλλογικότητας, της συμπεριληπτικότητας, της κοινωνικής συνοχής και της κοινής επιδίωξης για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.

Η συνεχιζόμενη οξεία πληθωριστική κρίση, που πλήττει το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, ανέδειξε σημαντικά και μακροχρόνια προβλήματα στη λειτουργία των αγορών βασικών καταναλωτικών προϊόντων που οδήγησαν στη δημιουργία σημαντικών προκλήσεων για τους καταναλωτές, και ιδίως για όσους διαθέτουν χαμηλότερη αγοραστική δύναμη.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική αγορά, αλλά και τις αγορές άλλων κρατών-μελών όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία είναι οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στις οποίες πωλούνται επώνυμα βασικά καταναλωτικά προϊόντα πολυεθνικών επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένας από τους βασικούς λόγους που προκαλούν την ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση είναι οι Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί (Territorial Supply Constraints – TSCs) που επιβάλλουν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις μεταξύ των αγορών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δεσπόζουσα θέση που έχουν στις αγορές, κυρίως, των μικρότερων από αυτά. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η δημιουργία σημαντικών διαφορών στις τιμές πώλησης βασικών καταναλωτικών προϊόντων που δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες ή το μέσο εισοδηματικό επίπεδο των πολιτών των κρατών-μελών.

Πιστεύω ότι οι διαφορές αυτές πλήττουν την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην Ενιαία Αγορά και τους εμποδίζουν να απολαύσουν τα οφέλη από την διαρκή εμβάθυνσή της στην καθημερινότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνω την υιοθέτηση νομοθεσίας, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πολιτικής των Γεωγραφικών Εφοδιαστικών Περιορισμών (TSC) όπου αυτή δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες που προάγουν την ευημερία των κοινωνιών μας.

Ειδικότερα, είναι κρίσιμη η αντιμετώπιση των προσπαθειών ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων παραγωγής βασικών ταχέως κινούμενων καταναλωτικών προϊόντων για τη διάσπαση της Ενιαίας Αγοράς σε απομονωμένες αγορές με γεωγραφικά κριτήρια δια της εισαγωγής εμποδίων στον ανταγωνισμό, στις παράλληλες εισαγωγές και στη δυνατότητα των λιανοπωλητών να αξιοποιούν ευκαιρίες αρμπιτράζ (arbitrage) που μπορούν να εξομαλύνουν αποτελεσματικά τις διαφορές τιμών μεταξύ των καταναλωτικών αγορών των κρατών-μελών.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε:
● Τον εμπλουτισμό του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας του ανταγωνισμού με διατάξεις που παρέχουν νέα εργαλεία και εξουσίες στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των αδικαιολόγητων TSCs,
● Την απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών που εδράζονται στη διάκριση μεταξύ των λιανοπωλητών ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους και την εθνική αγορά που εξυπηρετούν και ειδικότερα σε πρακτικές που εμποδίζουν το παράλληλο εμπόριο και τις διασυνοριακές παθητικές πωλήσεις,
● Την απαλοιφή των γλωσσικών περιορισμών στη σήμανση βασικών καταναλωτικών προϊόντων, όπου δεν είναι απολύτως απαραίτητοι, προκειμένου να μην εμποδίζεται το αρμπιτράζ μέσω παράλληλου εμπορίου ή την διερεύνηση των θετικών και αρνητικών στοιχείων της πολυγλωσσικής ψηφιακής σήμανσης των βασικών καταναλωτικών προϊόντων.
● Την αποτροπή της πολιτικής ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων να διαθέτουν ίδια ή παραπλήσια καταναλωτικά προϊόντα κάτω από διαφορετικές μάρκες σε διαφορετικά κράτη-μέλη προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή διαφορικής τιμολόγησης σε συνάρτηση με τη δεσπόζουσα θέση ή το μερίδιο αγοράς που έχουν επιτύχει σε κάθε χώρα.