Οικονομία

Ακρίβεια: Γιατί η Ελλάδα παραμένει “πρωταθλήτρια” σε πολλά προϊόντα

Αν και μικραίνουν οι αποκλίσεις με την ΕΕ σε σχέση με τις τιμές αρκετών αγαθών, παραμένουν μεγάλες, οι διαφορές, σε άλλα, ειδικά σε τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ, με βάση μελέτη Τράπεζας της Ελλάδος με θέμα: “Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος για τις τιμές τυποποιημένων επώνυμων προϊόντων σούπερ μάρκετ “, που παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το γίνεται στο μέτωπο της ακρίβειας,

Παράλληλα, η μελέτη αναφέρει ότι κάποια τοπικώς παραγόμενα είναι σε πιο χαμηλό επίπεδο. Βέβαια όλα αυτά γίνεται με … μισθούς Βαλκανίων, δηλαδή με μια αγοραστική δύναμη που είναι απομειωμένη, κάτι που είναι και το μεγάλο ζήτημα.

Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρουν οι μελετητές της ΤτΕ (Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Παύλος Πέτρουλας) τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος, καθώς οι διαφορές των τιμών έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την ευρωζώνη (κατά μέσο όρο περίπου 10%).

Όπως αναφέρεται η διασπορά τιμών μεταξύ των χωρών είναι περίπου δεκαπλάσια από ό,τι εντός της ίδιας χώρας, εύρημα που συνεπάγεται ότι οι διαφοροποιήσεις των τιμών σε παρόμοια προϊόντα είναι αισθητά μεγαλύτερες μεταξύ παρά εντός των χωρών. Συνολικά, διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα και η Ιρλανδία κατατάσσονται στις ακριβότερες χώρες, ενώ η Ισπανία και η Γερμανία στις φθηνότερες.

Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει η μελέτη, ενώ η Ελλάδα έχει εμφανώς σημειώσει καλύτερη επίδοση σε σχέση με άλλες χώρες, δεν έχει επιτύχει την εντυπωσιακή προσαρμογή της Ιρλανδίας, η οποία μαζί με την Ελλάδα εμφανιζόταν στη μελέτη των Dixon et al. (2023) μεταξύ των ακριβότερων χωρών.

Τέλος, η Γερμανία και η Ισπανία, οι οποίες συγκαταλέγονταν στις φθηνότερες χώρες, έχουν πλέον μειώσει τη σχετική διαφορά τους από το μέσο όρο της ευρωζώνης και έχουν ακριβύνει σε σχετικούς όρους σε σύγκριση με το 2011.

Μάλιστα, αναφέρεται, ότι η Ελλάδα, παρόλο που κατά μέσο όρο έχει γίνει φθηνότερη σε σχετικούς όρους έναντι της ζώνης του ευρώ τα τελευταία χρόνια, δεν έχει ακόμη καλύψει πλήρως την απόσταση, καθώς εξακολουθεί να είναι μια αρκετά ακριβή χώρα σε πολλές κατηγορίες προϊόντων.

Οι μεγάλες διαφορές

Επιπλέον, οι μελετητές αναφέρουν ότι “οι τιμές που εκτιμήσαμε μέσω παρέκτασης θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ενδείξεις ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις των τιμών στη ζώνη του ευρώ.”

Ενδεικτικά, στον στιγμιαίο καφέ η Ελλάδα είναι 17% ακριβότερη, στα δημητριακά 15%, στα ανθρακούχα αναψυκτικά 15%. Ο αλεσμένος καφές είναι 50% ακριβότερος, το βούτυρο 54%, η μαργαρίνη 60% και οι χαρτοπετσέτες 100%, ενώ η μέση διαφορά στα ακριβότερα προϊόντα είναι 61%.

Όπως αναφέρεται, η τιμή του αλεσμένου καφέ στην Ελλάδα είναι 50% υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης.Αν προσαρμόσουμε τη δομή της αγοράς του παραγωγού ώστε να εξομοιώνεται με το μέσο όρο της ευρωζώνης, η διαφορά της τιμής θα μειωθεί κατά 7%. Επιπλέον, αν οι Έλληνες καταναλωτές κατανάλωναν τις ίδιες ποσότητες αλεσμένου καφέ όπως στη ζώνη του ευρώ και αγόραζαν παρόμοιες (μεγαλύτερες) συσκευασίες, η διαφορά της τιμής θα μειωνόταν κατά επιπλέον 15%” αναφέρουν οι μελετητές που προσθέτουν:

“Τέλος, αν η δομή της αγοράς λιανικής στην Ελλάδα, τόσο ως προς τον καταναλωτή (υψηλότερος τοπικός ανταγωνισμός) όσο και ως προς τον παραγωγό (μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύς των λιανεμπόρων), ήταν παρόμοια με αυτή της ευρωζώνης, η μέση διαφορά τιμής θα μειωνόταν κατά 13% ακόμη.

Το ανερμήνευτο μέρος της διαφοράς τιμής του αλεσμένου καφέ (15%), δηλ. το μέρος εκείνο που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την παραπάνω ανάλυση, είναι κατά πολύ μικρότερη από το αρχικώς παρατηρούμενο 50%. Πράγματι, για όλα τα προϊόντα η δυνητική μείωση των διαφορών των τιμών στην Ελλάδα είναι σημαντική, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται στο ανθρακούχο νερό, ήτοι 48 ποσοστιαίες μονάδες.”

“Από την άλλη πλευρά, για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες που είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές, σύμφωνα με τη μελέτη. Εκτός από το ελαιόλαδο, φθηνότερη είναι η Ελλάδα στο σαμπουάν 13%, στο φρέσκο γάλα 8% και στις βρεφικές πάνες 4%” αναφέρει η μελέτη που σημειώνει:

“Συνεπώς, υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς λιανικής και ―σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα― στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού”.

Πώς θα πέσουν οι τιμές – Συμπεράσματα

“Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι οι τιμές στην Ελλάδα θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς των παραγωγών (προμηθευτών) και της αγοράς λιανικής, καθώς και οι προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού ευθυγραμμίζονταν με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης” αναφέρουν οι μελετητές της ΤτΕ που σημειώνουν:

“Το αποτέλεσμα αυτό ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα. Για τα αγαθά στα οποία η Ελλάδα ήταν η πιο ακριβή χώρα, η πτώση των τιμών θα μπορούσε να φθάσει στο 30% κατά μέσο όρο.

Σημαντικές μειώσεις θα μπορούσαν επίσης να επιτευχθούν για τα αγαθά με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις, τα οποία είναι πιο αντιπροσωπευτικά για το καλάθι του Έλληνα καταναλωτή.

Για αυτό το σύνολο αγαθών ειδικότερα, θα μπορούσε να προκύψει μείωση τιμών ίση με 17% κατά μέσο όρο (23% αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο).

Τα αποτελέσματά μας δείχνουν επίσης ότι, ενώ η Ελλάδα έχει γίνει φθηνότερη την τελευταία δεκαετία σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, παραμένει μια από τις ακριβότερες χώρες στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει περιθώριο για την υιοθέτηση μέτρων πολιτικής με στόχο την περαιτέρω πτώση των τιμών στην Ελλάδα στο συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς.”

Σύμφωνα, δε, με τους μελετητές, ”για πολλά χρόνια οι συζητήσεις πολιτικής επικεντρώνονται στη σημασία των παρεμβάσεων για τη βελτίωση του ανταγωνισμού από την πλευρά του παραγωγού, ενώ πρόσφατα η προσοχή έχει στραφεί στο ρόλο των παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να περιορίσουν την τιμολογιακή ισχύ των πολυεθνικών.

Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, με τις μειώσεις τιμών να φθάνουν έως και το 14% σε περίπτωση που οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά των παραγωγών θα συνέκλιναν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους θα μπορούσε να δώσει έμφαση η οικονομική πολιτική.

Ειδικότερα, η βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής αφενός μέσω της αύξησης του τοπικού ανταγωνισμού και αφετέρου μέσω της παροχής κινήτρων στους εμπόρους λιανικής για το σχηματισμό ενώσεων ―με σκοπό να αντιμετωπιστεί η ολογοπωλιακή ισχύς των πολυεθνικών παραγωγών― θα μπορούσε να μειώσει σε μεγάλο βαθμό τις παρατηρούμενες διαφορές των τιμών.

Τέλος, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η καταναλωτική παιδεία, δηλ. η ενίσχυση του οικονομικού αλφαβητισμού, θα συνέβαλλε επίσης στη μείωση της διαφοροποίησης των τιμών έναντι της ευρωζώνης, προς όφελος των καταναλωτών.

Να σημειωθεί ότι με βάση τη μελέτη, “η Ελλάδα τείνει, κατά μέσο όρο, να χαρακτηρίζεται από υψηλότερο μερίδιο των επώνυμων προϊόντων με ηγετική θέση στην αγορά και από χαμηλή διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη μονοπωλιακή ισχύ του παραγωγού και μικρότερο ανταγωνισμό στην αγορά των παραγωγών. Για πολλά προϊόντα, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης, η ένταση κατανάλωσης είναι χαμηλότερη και οι καταναλωτές αγοράζουν μικρότερες συσκευασίες.”

To Top