Από το Μανχάταν στην Αθήνα και από εκεί στη γενέτειρά της στο χωριό Πάνορμος της Τήνου και κάθε πρωί στις 8 ακριβώς στο μαγειρείο της Σχολής Καλών Τεχνών που βρίσκεται στον Πύργο.
Ετοιμάζει μαμαδίστικα φαγητά και γλυκά για τους σπουδαστές της Σχολής, που συντηρεί το Ίδρυμα της Μεγαλόχαρης και το κάνει με την καρδιά της.
Το Newsbeast μίλησε με τη Σταμάτα Κολιού για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες στην Τήνο «που δεν είναι μελαγχολικοί», αλλά και για τη ζωή της στο Μανχάταν όταν σέρβιρε φαγητό και καφέ σε στελέχη εταιρειών, αλλά και σε εργάτες, στο coffee car που διατηρούσε.
– Κυρία Σταμάτα, να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας και να μας πείτε για τα χρόνια στην Αμερική
Ήμουν πολύ μικρή όταν φύγαμε με τους γονείς μου για την Αμερική, την πρώτη φορά που πήγα. Γεννήθηκα στον Πύργο της Τήνου και ήμουν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Στα δώδεκα μου χρόνια βρεθήκαμε με την οικογένειά μου στην Αμερική και έζησα εκεί μέχρι που έγινα δεκαοχτώ χρόνων. Πήγα σε σχολεία εκεί και με την αποφοίτησή μου, επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Το 1982 παντρεύτηκα το σύζυγό μου, Τήνιος και εκείνος, και επιστρέψαμε ως ζευγάρι πλέον στην Αμερική και στη Νέα Υόρκη το 1986. Η κόρη μου τότε ήταν μόλις τριών χρόνων! Θα πρέπει εδώ να σας πω πως ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε παραμείνει στη Νέα Υόρκη και είχε αποκτήσει καντίνες στο Μανχάταν. Σε αυτές τις καντίνες εργαστήκαμε αρχικά σερβίροντας καφέ, φαγητό και αναψυκτικά. Στη συνέχεια, ο άνδρας μου πήρε δική του καντίνα και ξεκίνησε να εργάζεται μόνος του. Μετά μάλιστα και τη γέννηση της δεύτερης κόρης μου αποφάσισα και εγώ να δουλέψω κοντά του. Ήταν ενα coffee – car όπως τα ονομάζουν στην Αμερική που πουλούσε καφέ, ντόνατς, και φαγητό σε στελέχη εταιρειών, σε εργάτες αλλά και τουρίστες που επισκέπτονταν τη Νέα Υόρκη. Το πρωί στο coffee -car και το βράδυ μαγείρευα και έφτιαχνα μερίδες φαγητού για τον άνδρα μου, αλλά και για τους πελάτες της καντίνας. Στην αρχή αγοράζαμε έτοιμα φαγητά, κάτι όμως που δεν μας συνέφερε οικονομικά. Τότε πήρα την απόφαση να μαγειρεύω εγώ. Την ανακοίνωσα στον σύζυγο. Εκείνος δέχτηκε και έτσι ξεκίνησα! Και μαζί με την απόφασή μου αυτή, μου κόλλησε και το μικρόβιο του να μαγειρεύω για τον κόσμο, αν μπορούμε να το πούμε!
– Πόσα χρόνια μείνατε στην Αμερική; Και πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα;
Μέχρι το 1996. Τότε ήταν που ξεκινούσε η οικονομική κρίση στην Αμερική. Εντωμεταξύ εμείς είχαμε φτιάξει περιουσία πίσω στην Ελλάδα ικανή να μας συντηρήσει. Έτσι είπα στον σύζυγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη μας κόρη το Γυμνάσιο να γυρίσουμε. Επιστρέψαμε αρχικά στην Αθήνα, στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου στο Μπραχάμι. Η μεγάλη μας κόρη πήγε στο Ελληνοαμερικανικό σχολείο και η μικρή που ήταν νήπιο ακόμη ξεκίνησε στη συνέχεια στο ελληνικό σχολείο. Στην Αθήνα μείναμε για τρία χρόνια αλλά δεν μας άρεσε και μετά από απόφαση του συζύγου και δική μου επιστρέψαμε στην Τήνο μαζί με τα δυο παιδιά μας.
– Ήταν εύκολη η προσαρμογή από την Αθήνα στην Τήνο, δεδομένου ότι πλέον υπήρχαν και δύο παιδιά;
Εγώ δεν αντιμετώπισα πρόβλημα. Τα παιδιά μου λίγο είχαν θέματα. Η μεγάλη μου κόρη ήταν αυτή που ουσιαστικά πιέστηκε. Μου έλεγε χαρακτηριστικά τότε: «Μαμά, πού αλλού θα με πας;!» Έζησε μεγάλες αλλαγές η μεγάλη μου κόρη!
Αρχικά στο νησί ανοίξαμε μαγαζί με τουριστικά είδη στον Πάνορμο της Τήνου και μετά ήρθε το μαγαζί στη Χώρα του νησιού. Ταυτόχρονα αγοράσαμε και ένα καφέ στον Πύργο της Τήνου. Στο καφέ στον Πύργο ετοίμαζα πάλι τα πάντα! Από σάντουιτς μέχρι όλα τα γλυκά του μαγαζιού. Μετά τον χωρισμό μου, δυστυχώς, έμεινα στη Χώρα της Τήνου για έντεκα συναπτά έτη. Ανέλαβα το μαγαζί που είχαμε αποκτήσει από κοινού με τον σύζυγο μέχρι το 2015. Ήταν η εποχή που γεννήθηκε το δεύτερο εγγόνι μου. Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω στον Πάνορμο της Τήνου. Στο χωριό ξεκίνησα να δουλεύω στο Μουσείο του Χαλεπά. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και μου ζητήθηκε να αναλάβω τη σίτιση των μαθητών στη Σχολή στον Πύργο, καθώς ο σύζυγος της κυρίας που ήταν πρωτύτερα αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και έτσι εκείνη δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τουλάχιστον για ένα διάστημα.
Στο τηλέφωνο ο διευθυντής της Σχολής μού ζήτησε αν μπορούσα και ήθελα να τους εξυπηρετήσω. Του λέω «ευχαρίστως», αλλά τον πρώτο καιρό ήμουν «σαν το ψάρι έξω από το νερό»! Ήταν τριάντα έξι άτομα τα παιδιά και εγώ έπρεπε να μαγειρεύω για τόσο πολλά άτομα. Τέλος πάντων, τα κατάφερα παρά πολύ καλά πιστεύω. Να φανταστείτε ότι τα παιδιά που φοιτούσαν εκείνη την εποχή στη Σχολή με παρακαλούσαν να παραμείνω και την επόμενη χρονιά. Εγώ τους είπα πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, αναλογιζόμενη και την προκάτοχό μου που αναγκάστηκε να διακόψει για ένα διάστημα λόγω του προβλήματος υγείας του συζύγου της. Η γυναίκα περίμενε να βγει στη σύνταξη, καθώς είχε τριάντα πέντε χρόνια εκεί. Πράγμα που συνέβη. Μετά από δυο χρόνια κατέθεσε τα χαρτιά της για σύνταξη και εγώ ξαναδέχτηκα τηλέφωνο από τον διευθυντή της Σχολής, Λεωνίδα Χαλεπά, που μου είπε «κυρία Σταμάτα, ενδιαφέρεστε να ξανάρθετε;».
Του απάντησα ότι φυσικά ενδιαφέρομαι γιατί το αγαπώ πολύ αυτό που έκανα και έτσι ξεκίνησα.
– Πόσα παιδιά, κυρία Σταμάτα, σιτίζονται στη Σχολή;
Μέχρι πέρυσι τα παιδιά ήταν είκοσι δύο, αλλά δίναμε φαγητό και στον αγροτικό ιατρό, στην καθαρίστρια της Σχολής, και από τους καθηγητές όποιος ήθελε μπορούσε να έρθει να φάει. Το δικαιούνται εξάλλου. Φέτος τα παιδιά που έχουν απομείνει είναι δεκατέσσερα, γιατί τα υπόλοιπα αποφοίτησαν. Ωστόσο, στις 30 του μήνα έχουν δηλώσει είκοσι δυο άτομα να δώσουν εξετάσεις. Οπότε πάλι ο αριθμός θα μεγαλώσει.
– Από τη «σχέση» αυτή του φαγητού έχετε αποκτήσει εκτός από τα δικά σας παιδιά και εκείνα της Σχολής;
Είναι αλήθεια! Ειλικρινά τα νιώθω και αυτά δικά μου παιδιά! Και είναι κάτι που μου βγαίνει αυθόρμητα. Παρόλο που υπάρχουν ορισμένα «παιδιά» που είναι ακόμη και στην ηλικία τη δική μου και φοιτούν στη Σχολή!
Αν κάποιος δεν φάει, θα στεναχωρηθώ! Εάν πάλι δεν του αρέσει το φαγητό, θα του κάνω κάτι διαφορετικό από μόνη μου. Όταν τους κάνω φασολάκια, οι μισοί τα τρώνε ενώ οι άλλοι μισοί όχι! Κάνω στους άλλους μπάμιες. «Μα καλά», μου λένε, «κάνεις δύο φαγητά;». Μα θέλω να φάνε! Δεν μπορώ να φύγουν νηστικά τα παιδιά! Λειτουργώ σαν να είμαι σπίτι μου, όπως και με τα δικά μου τα παιδιά.
– Το ημερήσιο πρόγραμμα τι περιλαμβάνει;
Στις 8 το πρωί βρίσκομαι στο μαγειρείο της Σχολής και ξεκινάω την προετοιμασία, καθώς όλα πρέπει να είναι έτοιμα μέχρι τις 11.30 με 11.45 το πρωί, γιατί έρχονται τα παιδιά για φαγητό. Γιατί στη μία το μεσημέρι έχουν μάθημα. Όπως καταλαβαίνεις, γίνομαι «σφεντόνα» το πρωί και δεν έχω ώρα ούτε για καφέ! Έχω να τους φτιάξω εκτός από το φαγητό και τις σαλάτες τους. Δύο φορές την εβδομάδα θα τους φτιάξω και γλυκό. Πότε ένα εκμέκ, μπουρεκάκια, κέικ, και μαζί με ορισμένους μαθητές που ξέρουν να φτιάχνουν γλυκά φτιάχνουμε τσιζκέικ και σοκολατόπιτες. Δεν τους λέω ποτέ όχι! Απλά τους ζητάω να με ενημερώνουν νωρίτερα, γιατί κάθε Δευτέρα γίνονται τα ψώνια της εβδομάδας. Γενικά περνάω καλά με τα παιδιά! Με τα καλαμπούρια μας.
– Κάποιοι λένε ότι οι χειμώνες στα νησιά είναι μελαγχολικοί
Ο δικός μου δεν είναι! Πολλές φορές μάλιστα δεν παίρνω ανάσα! Αλλά μου αρέσει! Τα παιδιά όταν δεν είναι στη Σχολή, κάνουν αυτοσχέδια γλέντια. Με έχουν καλέσει παρά πολλές φορές! Αλλά έχω και εγώ τις δικές μου ασχολίες. Γιατί ταυτόχρονα φτιάχνω χειροποίητα κουκλιά τα οποία πουλώ το καλοκαίρι. Τις καθημερινές έχω τα εγγόνια μου, γιατί η κόρη μου που είναι στο νησί δουλεύει. Οπότε «αναλαμβάνω» εγώ! Μετά μένει ένα Σαββατοκύριακο που το θέλω για τον εαυτό μου.
– Αν σας έλεγα να επιλέξετε ανάμεσα σε Μανχάταν, Αθήνα και Πύργο – Πάνορμο στην Τήνο, τι θα επιλέγατε;
Η Αμερική είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Πήγα πολύ μικρή και έχω ζήσει καλά χρόνια εκεί. Αν με ρωτούσες στην αρχή που είχα έρθει στην Ελλάδα, ούτε καν το φανταζόμουν! Όμως, τα δυο τρία τελευταία χρόνια, επειδή έχω «στριμωχτεί» οικονομικά εδώ στην Ελλάδα, έχω μια νοσταλγία για την Αμερική, όπου πέρασα καλά. Αλλά, δεν αλλάζω τον Πάνορμο με τίποτα! Ούτε Αθήνα! Η Αμερική είναι ωραία! Κάποια στιγμή θα πάω, γιατί είναι να πάρω τη σύνταξή μου. Πρέπει να ετοιμάσω τα χαρτιά μου και να πάω και καμία βόλτα. Αλλά μέχρι εκεί! Όχι για να μείνω! Όποτε Πάνορμος και πάλι Πάνορμος. Τι να συζητάμε; Το χωριό μου!