Οικονομία

Από το ψήφισμα στην εφαρμογή, ο δρόμος είναι ανηφορικός

Το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 10 Απριλίου 2024. Μια περίοδος έντονων διαπραγματεύσεων που είχε αρχίσει το 2015 θεωρητικά έκλεισε. Το επόμενο βήμα είναι η ψήφισή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Σύμφωνο είναι μια συνολική αναθεώρηση των διαδικασιών που αφορούν τη μετανάστευση, από τη στιγμή που θα φτάσει κάποιος σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ως αποτέλεσμα συμβιβασμού δεδομένων των διαφωνιών μεταξύ κρατών-μελών, δεν ικανοποιεί απόλυτα κανέναν.

Η λογική του Δουβλίνου διατηρείται και συνεχίζει να αποτελεί τον κεντρικό άξονα της νέας συμφωνίας. Στην πράξη μετατοπίζεται και άλλο το βάρος ευθύνης στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, με τις χώρες σε αυτά να παραμένουν υπεύθυνες για τις αφίξεις, ενώ επιφορτίζονται πλέον και με ταχύτερες διαδικασίες από την καταγραφή, μέχρι την επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου και διατηρούν την ευθύνη υποδοχής όσων είναι επιλέξιμοι για επιστροφή. Η απέλαση δεν είναι καθόλου όμως δεδομένη, όπως έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς εξαρτάται από τη θέληση τρίτων χωρών που άλλοτε συνεργάζονται και άλλοτε όχι. Κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2023, από τους 105.00 πολίτες τρίτων χωρών που είχαν εντολή απέλασης, μόνο 28.900 επεστράφησαν.

Τρία είναι τα θετικά σημεία. Το πρώτο ότι η αλληλεγγύη καθίσταται υποχρεωτική, αναγνωρίζοντας την ανάγκη των κρατών της Μεσογειακής λεκάνης για επιμερισμό των βαρών. Η σημασία είναι  βέβαια περισσότερο συμβολική και πολιτική και αυτό διότι στην πράξη οι χώρες υποχρεούνται να δείξουν αλληλεγγύη αλλά έχουν επιλογές ως προς τη μορφή αυτής. Μπορούν να μετεγκαταστήσουν πρόσφυγες (η Επιτροπή στοχεύει σε 30.000 ετησίως), αν αρνηθούν να πληρώσουν 20.000 ευρώ ανά άτομο ή να χρηματοδοτήσουν επιχειρησιακή υποστήριξη. Το μεγάλο στοίχημα για χώρες, όπως η Ελλάδα, θα είναι να πετύχουν μετεγκατάσταση έναντι εναλλακτικών μορφών αλληλεγγύης. Ηδη ορισμένες χώρες, μεταξύ αυτών και η Πολωνία, έχουν δηλώσει ότι δεν πρόκειται να αποδεχτούν καμία εναλλακτική πλην της επιχειρησιακής στήριξης.

Το δεύτερο θετικό είναι ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν πρότυπα υποδοχής για τους αιτούντες άσυλο σε ό,τι αφορά τη στέγαση, την εκπαίδευση και την υγεία. Οι αιτούντες άσυλο θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην εργασία το αργότερο έξι μήνες μετά την υποβολή της αίτησης.

Τέλος, συμφωνήθηκε ένα νέο εθελοντικό πλαίσιο για την επανεγκατάσταση, όπου τα κράτη-μέλη θα μπορούν να προσφέρουν θέσεις φιλοξενίας σε πρόσφυγες από τρίτες χώρες (μέσω της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες) που θα φτάσουν στην ΕΕ με ασφαλή τρόπο. Ανοίγει έτσι και ο δρόμος να δούμε πιο συστηματικά νόμιμες οδούς για άτομα που χρήζουν προστασίας στην ΕΕ και πώς αυτό μπορεί να δοκιμασθεί, ώστε στο μέλλον ιδανικά να ενταχθεί σε έναν μόνιμο και υποχρεωτικό μηχανισμό για όλες τις χώρες.

Η πρόκληση του Συμφώνου θα είναι στην εφαρμογή, που είναι πρωτίστως εθνική υπόθεση και που θα εξαρτηθεί και από τις προτεραιότητες που θα θέσουν οι χώρες. Τα κράτη-μέλη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, θα έχουν δύο χρόνια να καταρτίσουν σχέδια υλοποίησης και στη συνέχεια να τα εφαρμόσουν. Η διετία αυτή είναι πολύτιμη, αρκεί να αξιοποιηθεί σωστά.

Η δρ Αγγελική Δημητριάδη είναι επικεφαλής του Προγράμματος Μετανάστευσης του ΕΛΙΑΜΕΠ

To Top