“Η Ευρώπη πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική“, τόνισε ο πρωθυπουργός ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, από τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Βουδαπέστη, επισημαίνοντας και την ανάγκη ενδυνάμωσης της ευρωπαϊκής οικονομικής συνοχής με κοινή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση σε ενέργεια και άμυνα.
“Η εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησε σαφές σε πολλούς από εμάς ότι αυτή η αναγκαιότητα για τη στήριξη της ευρωπαΐκής ανταγωνιστικότητας καθίσταται ακόμη πιο κατεπείγουσα μετά από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ”, συμπλήρωσε, σχετικά με τις εκλογές στις ΗΠΑ, λίγο πριν αναχωρήσει από την Ουγγαρία για την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, απαντώντας σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων για τα πρώτα συμπεράσματα των εργασιών της άτυπης Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ουσιαστικά ο Πρωθυπουργός εμφατικά έθεσε κομβικά ζητήματα για τη θωράκιση της ΕΕ, που ήδη συζητούνται, σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, αλλά πλέον παίρνουν χαρακτήρα του κατεπείγοντος.
“Να σταθώ σε επιμέρους τομείς που θίγει και ο κ. Ντράγκι στην έκθεσή του”, σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης και συνέχισε: “Τα ζητήματα καινοτομίας και παραγωγικότητας: η Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί σε ζητήματα που αφορούν την καινοτομία και κατατέθηκαν ενδιαφέρουσες ιδέες για το πώς θα γεφυρώσουμε το χάσμα με τις ΗΠΑ.
Ασχοληθήκαμε πολύ με τα θέματα ενέργειας: η Ευρώπη αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, παρά το ότι επενδύσαμε στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Υπάρχει ρητή αναφορά – στην κοινή δήλωση – στις στρεβλώσεις της αγοράς ενέργειας που πρέπει να αντιμετωπιστούν με τρόπο κατεπείγοντα. Δύο σημαντικές παρεμβάσεις, χρειαζόμαστε περισσότερες διευρωπαϊκές διασυνδέσεις που θα χρηματοδοτηθούν με δημόσιους ευρωπαϊκούς πόρους και πρέπει να ξαναδούμε τον τρόπο τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε η τιμή να μην καθορίζεται υποχρεωτικά από το φυσικό αέριο”, ανέφερε ο Πρωθυπουργός εστιάζοντας στα θέματα τιμολόγησης αλλά και σε ζητήματα υποδομών.
Όχι μόνο τουρισμός
Να σημειωθεί ότι και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας, πάντως, στο συνέδριο με θέμα “Δημόσιο Χρέος: Μαθήματα του παρελθόντος, Προκλήσεις του μέλλοντος” που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος στάθηκε στην ανάγκη οι μεγάλες χώρες της ΕΕ, που επηρεάζουν τις αποφάσεις να επανασχεδιάσουν τις πολιτικές που προωθούν.
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση σχετικά με την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ και τις συνέπειες για την Ευρώπη, ο υπουργός ανέφερε: “Η εμπειρία μου από το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ότι η Ευρώπη δεν δρα, αλλά κυρίως αντιδρά σε ορισμένες εξελίξεις. Σκέφτομαι ότι οι εξελίξεις στις ΗΠΑ μπορεί να εμπνεύσουν ή να υποχρεώσουν την ΕΕ να κινηθεί. Διαφορετικά, είμαστε καταδικασμένοι και ο ρόλος της ΕΕ διεθνώς θα υποχωρήσει. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και το πολιτικό έλλειμμα, κυρίως στον τομέα της άμυνας. Δεν θέλουμε να είμαστε διεθνής τουριστικός προορισμός αλλά να έχουμε μια ισχυρή, ανταγωνιστική οικονομία με πολιτική ταυτότητα και παρουσία στον κόσμο”.
Όμως υποδομές, ανταγωνιστικότητα με πράσινη ανάπτυξη χωρίς αυτάρκεια σε κρίσιμες πρώτες ύλες είναι “κενό γράμμα”, όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει σειρά παραγόντων του οικονομικού γίγνεσθαι.
Η σκληρή πραγματικότητα
Άλλωστε, μια από τις βασικές “αγωνίες” της ΕΕ στο φόντο των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που επέφερε η ουκρανική κρίση, αλλά και η ανάδειξη του λεγόμενου και “παγκόσμιου νότου“, ως παράγοντα ισχύος στην οικονομία και όχι μόνο, είναι και η διασφάλιση της επάρκειάς της, σε μια μία σειρά από στρατηγικά υλικά (critical items) ή αλλιώς σε στρατηγικές πρώτες ύλες.
Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αλλά και οι στόχοι της ψηφιακής μετάβασης αναμένεται να αυξήσουν κατά περίπου 500% και πλέον τη ζήτηση για προϊόντα της εξορυκτικής βιομηχανίας, πρωτογενή και δευτερογενή. Και βέβαια, με βάση όσα έχει αναφέρει σε αρθρογραφία του ο Δρ. Πέτρος Τζεφέρης, Γεν. Δ/ντής Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μολαταύτα, στην Ευρώπη, αν εξαιρέσουμε τις Σκανδιναβικές χώρες, βρισκόμαστε επιεικώς σε δεινή κατάσταση όσον αφορά τον εξορυκτικό τομέα και γενικότερα τις εφοδιαστικές αλυσίδες των στρατηγικών και κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών.
Ο Κανονισμός
Ήδη, βέβαια, η ΕΕ έχει στον νομικό της “οπλοστάσιο” τον Κανονισμό για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act), μια πράξη γενικής ισχύος, δεσμευτική προς όλα τα κράτη – μέλη, άμεσα εφαρμοστέα, που, δηλαδή, δεν χρειάζεται να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία, διαμορφώνοντας αμέσως δικαιώματα ή επιβάλλοντας υποχρεώσεις.
Ο Κανονισμός καταγράφει συγκεκριμένους ρυθμιστικούς στόχους για την προτεραιοποίηση και επιτάχυνση στρατηγικών έργων που θα αφορούν την έρευνα, εξόρυξη, επεξεργασία και ανακύκλωση των κρίσιμων πρώτων υλών εντός ΕΕ.
Οι επιμέρους ποσοτικοί στόχοι του κανονισμού αφορούν στην ετήσια κατανάλωση κρίσιμων πρώτων υλών (ΚΟΠΥ) εντός της ΕΕ, που προβλέπεται να προέρχεται κατά 10% από εξόρυξη εντός αυτής, κατά 15% από ανακύκλωση και κατά 40% από επεξεργασία των πρωτογενών υλών (για παραγωγή τελικών προϊόντων) εντός αυτής.
Μάλιστα, ο χρονικός ορίζοντας που τίθεται για τους ανωτέρω στόχους είναι το 2030, σε ευθυγράμμιση με τους στόχους της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια. Επίσης, προκειμένου να αποφευχθούν σενάρια μονοπωλίων, ο παρών κανονισμός θέτει ως στόχο να μην εξαρτάται η ΕΕ από μία τρίτη χώρα περισσότερο από το 65% των εισαγωγών για οποιαδήποτε κρίσιμη πρώτη ύλη και σε οποιοδήποτε σχετικό στάδιο της μεταποίησης, έως το 2030.
Πρόκειται για αρκετά φιλόδοξους στόχους αν ληφθεί υπόψη ότι σήμερα από τις 30 κρίσιμες πρώτες ύλες (ΚΟΠΥ) που έχει κατηγοριοποιήσει η ΕΕ (2020), η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξαρτάται επί του παρόντος κατά 100% από ξένους προμηθευτές για πάνω από τις μισές και με μεγάλα έως συντριπτικά ποσοστά (75-100%) για τις υπόλοιπες.
Ο Κανονισμός εκτός από έναν ενημερωμένο κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών (ΚOΠΥ), προσδιορίζει έναν επιπλέον κατάλογο στρατηγικών oρυκτών πρώτων υλών (ΣOΠΥ), οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για στρατηγικούς τομείς, τις πράσινες (πχ. ΑΠΕ, ηλεκτροκίνηση) και ψηφιακές τεχνολογίες καθώς και τις στρατιωτικές εφαρμογές.
Όπως, πάντως, πρόσφατα, είχε αναφέρει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), Κ. Γιαζιτζόγλου “η αλλαγή τεχνολογικού μοντέλου στην παραγωγή ενέργειας, οδηγεί σε ριζικές διαφοροποιήσεις τόσο στην ποικιλία όσο και στις ποσότητες των ορυκτών πρώτων υλών που απαιτούνται, για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας.
Η κρισιμότητα της αυτάρκειας σε πρώτες ύλες είναι πλέον αναγνωρισμένη σε ανώτατο επίπεδο μέσα από την πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τον κανονισμό CRITICAL RAW MATERIALS ACT. Παρ όλα αυτά, τόσο ως σύνδεσμος όσο και ως μέλη της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας Euromines, πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα χρειαστεί να γίνουν πάρα πολλά πράγματα ακόμη για να μην βρισκόμαστε σε πλήρη εξάρτηση από συγκεκριμένες τρίτες χώρες, οι οποίες δεν έχουν κρύψει τη διάθεσή τους να αξιοποιήσουν αυτή τη γεωπολιτική ισχύ”.
Η εξόρυξη στα χρόνια της βιωσιμότητας
Καθώς, λοιπόν, η Ευρώπη επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, η βιομηχανία εξόρυξης έρχεται στο προσκήνιο, όχι ως περιβαλλοντική πρόκληση, αλλά ως αναγκαίος κρίκος για την ενεργειακή αυτάρκεια και την τεχνολογική εξέλιξη. Ο χαλκός, το λίθιο και άλλα κρίσιμα ορυκτά που παράγονται από τη βιομηχανία εξόρυξης αποτελούν θεμέλιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις βιώσιμες τεχνολογίες.
Η ανανεώσιμη ενέργεια και η κρίσιμη σημασία των ορυκτών
Η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης απαιτεί τεράστιες ποσότητες κρίσιμων ορυκτών. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ανάγκη για χαλκό και λίθιο αναμένεται να αυξηθεί δραματικά τα επόμενα χρόνια, καθώς τα κράτη-μέλη επενδύουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ηλεκτρικά οχήματα. Ο χαλκός, για παράδειγμα, είναι ζωτικής σημασίας για τις ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά, τα δίκτυα ενέργειας και τις μπαταρίες – τεχνολογίες απαραίτητες για την πράσινη μετάβαση.
Πώς η Ελλάδα μπορεί να ηγηθεί σε μια πράσινη και ανθεκτική Ευρώπη
Η Ελλάδα, με τη γεωλογική ποικιλομορφία και τα κοιτάσματα ορυκτών που διαθέτει, είναι σε θέση να συμβάλει σημαντικά στις ευρωπαϊκές ανάγκες για κρίσιμα ορυκτά. Με βάση αναλυτές της αγοράς, έργα όπως αυτό της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές, ένα από τα πιο εκτενή προγράμματα εξόρυξης χαλκού και χρυσού στη Βόρεια Ελλάδα, όχι μόνο ενισχύουν την οικονομική βιωσιμότητα αλλά προσφέρουν μια λύση για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Για παράδειγμα, στο πλαίσιο των στόχων της ΕΕ για την κλιματική ουδετερότητα, το έργο των Σκουριών, που αποτελεί στρατηγικής σημασίας για την ΕΕ, έχει υιοθετήσει μια προηγμένη τεχνολογία φιλτραρισμένων αποβλήτων, προστατεύοντας τα υπόγεια ύδατα από ρύπανση και ελαχιστοποιώντας τα απόβλητα.
Βελτίωση Υποδομών και Δημιουργία Θέσεων Εργασίας
Αρκετή συζήτηση έχει επίσης δημιουργηθεί γύρω από τις θέσεις εργασίας που η πράσινη μετάβαση μπορεί να απειλήσει, εφόσον η ανθρωπότητα μετατοπιστεί προς οικονομικά μοντέλα βασισμένα στην απανθρακοποίηση.
Ο δρόμος προς την κλιματική ουδετερότητα δεν χρειάζεται να αφήσει πίσω του ανέργους, άδειες κωμοπόλεις και χωριά. Οι νέες τεχνολογίες υπόσχονται ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων για μακροπρόθεσμες ευκαιρίες απασχόλησης. Μένοντας στο παράδειγμα των Σκουριών, η Eldorado Gold, σύμφωνα και με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα, έχει επενδύσει στην ενίσχυσης της απασχόλησης και της εκπαίδευσης των εργαζομένων, με στόχο τη δημιουργία ενός εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες βιομηχανικές ανάγκες.
Με τον τρόπο αυτό, η εξόρυξη μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο περιφερειακής ανάπτυξης, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα και τις δυνατότητες της τοπικής κοινότητας, τονώνοντας παράλληλα την ανάπτυξη και σε άλλους τομείς, όπως το λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες, δημιουργώντας ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που ωφελεί ολόκληρη την κοινότητα.
Καθώς η ΕΕ συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στους κλιματικούς της στόχους, η προσέγγιση της Ελλάδας στη διαχείριση της εξόρυξης, σε συνδυασμό με την περιβαλλοντική υπευθυνότητα, μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο για άλλες χώρες.
Μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και της προώθησης της ανάπτυξης δεξιοτήτων, η Ελλάδα μπορεί να μεταμορφώσει τη βιομηχανία εξόρυξης σε ακρογωνιαίο λίθο τόσο της οικονομικής ανθεκτικότητας όσο και της οικολογικής υπευθυνότητας, ανοίγοντας το δρόμο για ένα βιώσιμο μέλλον.