Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων κατά την περίοδο των μνημονίων, επέλεξε να αλλάξει χώρα και εγκατασταθεί στο εξωτερικό, προκειμένου είτε να βρει εργασία, είτε να διαφυλάξει το επίπεδο ζωής του.

Η τάση αυτή που κορυφώθηκε την περίοδο 2016 – 2017, δείχνει να αναστρέφεται και πλέον όλοι και περισσότερο δείχνουν διάθεση να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ ένας αξιόλογος αριθμός από αυτούς το κάνει και πράξη. Οι λόγοι πίσω από αυτή την τάση, γνωστή ως Brain Gain, είναι πολλαπλοί, με τους προσωπικούς και οικογενειακούς παράγοντες να παίζουν τον καθοριστικό ρόλο. Οι επαναπατριζόμενοι Έλληνες αναζητούν νέες επαγγελματικές ευκαιρίες στην Ελλάδα, καθώς η θετική πορεία της οικονομίας και η βελτίωση των συνθηκών ζωής προσφέρουν νέες προοπτικές.

Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), το 79% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι η καλύτερη λειτουργία των θεσμών θα τους βοηθούσε στην επιστροφή τους, ενώ το 78% τόνισε την ανάγκη εκσυγχρονισμού των δομών και υποδομών του κράτους.

Η έρευνα ανέδειξε επίσης τη σημασία του Brain Gain για την ελληνική οικονομία. Ένα από τα πιο θετικά ευρήματα της έρευνας είναι ότι το 75% των επαναπατριζόμενων θεωρεί ότι η διεθνής εμπειρία τους τους έχει καταστήσει πιο ανταγωνιστικούς στην αγορά εργασίας, καθώς εφαρμόζουν τις γνώσεις και δεξιότητες που απέκτησαν στο εξωτερικό. Η μελέτη εστιάζει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιστρέφοντες στην προσπάθειά τους να επανενταχθούν στην ελληνική κοινωνία και στην αγορά εργασίας, αναλύοντας ταυτόχρονα τις ευκαιρίες που προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία.

Η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα, οι οποίοι αποχώρησαν στο εξωτερικό κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2010-2012), κατατάσσεται κατά βάση σε τρεις χώρες: Γερμανία (25%), Μεγάλη Βρετανία (16%) και Ολλανδία (8%). Οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν στη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό ήταν κυρίως οικονομικοί και επαγγελματικοί, καθώς το 89% δήλωσε ότι η αναζήτηση καλύτερων εργασιακών συνθηκών ήταν η βασική αιτία. Μόνο το 10% ανέφερε προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους για την απόφασή του να μετακομίσει.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το 60% των εργαζομένων στο εξωτερικό απασχολήθηκε στον ιδιωτικό τομέα, ενώ μόλις το 11% επέλεξε τη δημόσια διοίκηση. Το 13% δήλωσε ελεύθερος επαγγελματίας, ενώ το 3% ήταν ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Το 58% των ερωτηθέντων είχαν μηνιαίες αποδοχές άνω των 3.000 ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει την ύπαρξη διαφορών στο κόστος ζωής και τις αμοιβές μεταξύ Ελλάδας και των χωρών υποδοχής τους.

Η απόφαση επιστροφής στην Ελλάδα δείχνει να έχει ενταθεί μετά το 2019, με τους επαναπατριζόμενους να εστιάζουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας στην πατρίδα τους. Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά την ύπαρξη φορολογικών κινήτρων για τους επαναπατριζόμενους, το 84% δεν τα εκμεταλλεύτηκε, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι λόγοι επιστροφής είναι περισσότερο συναισθηματικοί και κοινωνικοί παρά οικονομικοί.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 67,6% όσων επέλεξαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα έχει οικογένεια, και το 52% από αυτούς έχει παιδιά. Η οικογενειακή κατάσταση είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση επιστροφής, καθώς πολλοί επιθυμούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε μια πιο γνωστή και ασφαλή κοινωνική και πολιτιστική ατμόσφαιρα.

Από επαγγελματικής άποψης, το 50% των επιστρεφόντων εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, το 26% έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση (με το 21% να είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και το 5% ιδιοκτήτες επιχειρήσεων), ενώ μόνο το 11% απασχολείται στο δημόσιο τομέα. Οι τομείς απασχόλησης περιλαμβάνουν τις κατασκευές (11%), την εκπαίδευση (10%), τις νέες τεχνολογίες και πληροφορική (10%), τις συμβουλευτικές υπηρεσίες (7%), την υγειονομική περίθαλψη (7%), το χονδρικό και λιανικό εμπόριο (6%) και τον τουρισμό (6%).

Η έρευνα καταδεικνύει ότι το 46% του επαναπατριζόμενου προσωπικού απασχολείται σε ελληνικές επιχειρήσεις και οργανισμούς, ενώ το 21% δηλώνει «αυτοαπασχολούμενος» ή «ελεύθερος επαγγελματίας». Επιπλέον, το 7% εργάζεται εξ αποστάσεως για εταιρείες ή οργανισμούς του εξωτερικού, επιβεβαιώνοντας την αναδυόμενη τάση της εξ αποστάσεως εργασίας.

Σημαντική είναι και η εικόνα των μηνιαίων αποδοχών στην Ελλάδα, όπου το 44% αυτών που επέστρεψαν κερδίζει πάνω από 1.500 ευρώ, με το 27% να λαμβάνει από 1.501 έως 3.000 ευρώ και το 17% πάνω από 3.001 ευρώ. Αυτές οι αποδοχές αναδεικνύουν την οικονομική πρόοδο που μπορεί να επιτευχθεί με την επαναφορά ειδικευμένου προσωπικού στην ελληνική αγορά.

Παρόλα αυτά, η έρευνα αποκαλύπτει ότι μόνο το 55% των συμμετεχόντων θεωρεί την Ελλάδα έναν καλό τόπο για να ζει κανείς. Η ποιότητα ζωής είναι κρίσιμη, καθώς το 56% των ερωτηθέντων αξιολόγησε θετικά το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της χώρας. Ωστόσο, το ερώτημα που παραμένει είναι πώς θα μπορούσαν να προσελκυθούν περισσότερα ταλέντα από το εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό, το 79% των συμμετεχόντων θεωρεί ότι η καλύτερη λειτουργία των θεσμών και η βελτίωση των υποδομών είναι καθοριστικής σημασίας.

Τέλος, το 51% των ερωτηθέντων εκφράζει αισιοδοξία για το μέλλον της Ελλάδας, και σχεδόν οι μισοί (49%) δήλωσαν ότι θα προέτρεπαν έναν φίλο ή συγγενή που εργάζεται στο εξωτερικό να επιστρέψει στην Ελλάδα, υποδηλώνοντας μια γενική αίσθηση ελπίδας και ανανέωσης.

Η ταυτότητα της έρευνας για το Brain Gain είναι σαφής. Το δείγμα περιλάμβανε 602 πολίτες από τις 13 περιφέρειες της χώρας, οι οποίοι είχαν ζήσει και εργαστεί στο εξωτερικό κατά την περίοδο 2010-2019 και σήμερα έχουν επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα. Η πλειονότητα των συμμετεχόντων ήταν άνδρες (72%) και ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα 35-54 ετών (71%), με το 79% να είναι κάτοχοι πτυχίου ή μεταπτυχιακού τίτλου, κάτι που δείχνει την υψηλή εξειδίκευσή τους.

Η έρευνα αυτή έρχεται σε συνέχεια προηγούμενων δράσεων του ΕΚΤ, που είχαν στόχο να καταγράψουν τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς σε ανθρώπινο δυναμικό, αναδεικνύοντας την ανάγκη για πολιτικές που θα διευκολύνουν την επιστροφή των Ελλήνων από το εξωτερικό και θα προάγουν την ανάπτυξη της χώρας. Καθώς οι επαναπατριζόμενοι αποτελούν σημαντική πηγή γνώσεων και εμπειριών, η συμβολή τους στην ελληνική οικονομία είναι ζωτικής σημασίας για την αναγέννηση και την ανάπτυξή της.