Στην κρίσιμη περίοδο του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη συνταράσσεται από την πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων που συγκρότησαν την Αντίσταση και διεκδικούσαν κεντρική θέση στις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις και των εξόριστων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που επιδίωκαν την επάνοδό τους στην εξουσία. Δυστυχώς η Ελλάδα υπήρξε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου η ένταση αυτής της αντιπαράθεσης, οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση.
Από τη μια πλευρά βρέθηκαν οι δυνάμεις του ελεγχόμενου από το Κ.Κ.Ε. «Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού» (ΕΛΑΣ) που αποτελούσε το στρατιωτικό σκέλος του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου» (ΕΑΜ) και από την άλλη οι κυβερνητικές δυνάμεις σε αγαστή συνεργασία με τα βρετανικά σώματα στρατού.
Τον Δεκέμβριο του 1944, ενάμιση μόλις μήνα μετά την πανηγυρική απελευθέρωση της πρωτεύουσας, ξεσπά «η Μάχη της Αθήνας», η σφοδρότερη στρατιωτική αναμέτρηση που έγινε ποτέ στην ελληνική πρωτεύουσα, αποτελώντας τον προάγγελο του Εμφυλίου Πολέμου που θα ακολουθούσε. Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 80 χρόνια από τα «Δεκεμβριανά», όπως έμειναν στην Ιστορία, τα γεγονότα εκείνων των ημερών παραμένουν έντονα φορτισμένα. Το πολιτικό αφήγημα της Αριστεράς κάνει λόγο για τον «ηρωικό Δεκέμβρη του ‘44» και η Δεξιά για τον «δεύτερο γύρος της κομμουνιστικής ανταρσίας» (σ.σ. θεωρώντας ως πρώτο γύρο τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ειδικά τις συγκρούσεις με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις για την κυριαρχία του ελληνικού αντάρτικου).
Ο καταξιωμένος ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «Δεκεμβριανά 1944 – Η μάχη της Αθήνας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» έχοντας φτάσει στην έβδομη έκδοση, μελετά ενδελεχώς τα όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο. Στηριζόμενος σε αδημοσίευτες κυρίως πηγές, ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα.
Δεν ήταν προετοιμασμένοι για τα όσα ακολούθησαν
Ένα από τα σημεία που κάνει εντύπωση στο πόνημα, είναι πως τα στοιχεία μας δείχνουν πλέον ξεκάθαρα ότι τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και οι Βρετανοί δεν επεδίωκαν να συγκρουστούν στο πεδίο της μάχης. Αμφότερες οι πλευρές δεν ήταν προετοιμασμένες για οποιασδήποτε μορφής ένοπλη σύγκρουση. Το σκηνικό θα αλλάξει δραματικά μετά από ένα τηλεγράφημα που θα στείλει ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσόρτσιλ προς τον Βρετανό στρατηγό και διοικητή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, Ρόναλντ Σκόμπι.
Σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπίδη: «Όπως φάνηκε από την πρώτη ημέρα των μαχών, τόσο οι Βρετανοί όσο και ο ΕΛΑΣ δεν ήταν προετοιμασμένοι για ένοπλη σύγκρουση στην Αθήνα. Αυτή η διαπίστωση, που προκύπτει από την εξέλιξη της μάχης, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι σημαντική, καθώς ανατρέπει στερεοτυπικές ερμηνείες που συγκροτήθηκαν για τα Δεκεμβριανά αμέσως μετά τη λήξη τους και σε μεγάλο βαθμό ισχύουν μέχρι και σήμερα.
Οι Βρετανοί πίστευαν ότι εάν οι πολιτικές διαπραγματεύσεις, στις οποίες είχαν ρίξει το βάρος της προσπάθειάς τους, αποτύγχαναν, τότε μια σύντομη και μικρής έκτασης «επίδειξη» δύναμης θα αρκούσε για να καταστείλει πιθανή εξέγερση στην Αθήνα και να οδηγήσει το ΕΑΜ σε «μαζική παραίτηση».
Ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν στις 2 Δεκεμβρίου
Σπεύδει να επισημάνει ωστόσο ότι οι Βρετανοί, έχοντας υποτιμήσει την αποφασιστικότητα του ΕΑΜ και τη μαχητικότητα του ΕΛΑΣ, δεν είχαν συγκεντρώσει στην ελληνική πρωτεύουσα τις απαιτούμενες δυνάμεις για την καταστολή μιας εξέγερσης. Το ότι η βρετανική διοίκηση δεν επιδίωκε τη στρατιωτική επέμβασή της στην Αθήνα πιστοποιείται και από το γεγονός της προγραμματισμένης αναχώρησης στις 2 Δεκεμβρίου 1944 για την Ιταλία, δύο ταγμάτων αλεξιπτωτιστών, από αυτά που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην αντοχή της βρετανικής αμυντικής διάταξης μέχρι να καταφθάσουν οι πρώτες ενισχύσεις. Η απόφαση για την αναχώρηση της δύναμης αυτής, που μείωνε ακόμη περισσότερο τις λιγοστές βρετανικές δυνάμεις στην Αθήνα, ανακλήθηκε την τελευταία στιγμή, ενώ οι αλεξιπτωτιστές βρίσκονταν ήδη στο λιμάνι του Πειραιά αναμένοντας την επιβίβασή τους σε πλοίο, λόγω της κυβερνητικής κρίσης που ξέσπασε και οδήγησε στην παραίτηση των ΕΑΜικών υπουργών το βράδυ της ίδιας ημέρας» (σ.σ. οι παραιτήσεις υποβλήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου)» γράφει ο ιστορικός.
Πέρα όμως από τον αριθμό των δυνάμεων, οι Βρετανοί δεν είχαν και το κατάλληλο επιτελείο για να προβούν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αθήνα. Η κατεπείγουσα αποστολή, στα μέσα Δεκεμβρίου, του υποστράτηγου Τζων Χώκσγουερθ και του ταξίαρχου Χιου Μάνερινγκ, στελεχωμένων με το εμπειροπόλεμο επιτελείο του βρετανικού 10ου Σώματος Στρατού, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση των επιχειρήσεων σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την έναρξη των συγκρούσεων, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που πιστοποιεί ότι η παρουσία των βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα δεν είχε ως πρωταρχικό στόχο την ένοπλη αντιπαράθεση με τον ΕΛΑΣ.
Αν το ΕΑΜ ήθελε την βίαιη κατάληψη της εξουσίας θα το έκανε νωρίτερα
Από την άλλη πλευρά, αν η επιδίωξη του ΕΑΜ ήταν η βίαιη κατάληψη της εξουσίας, βάσει μάλιστα οργανωμένου σχεδίου, είτε θα το είχε πράξει κάτω από τις πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες των τελευταίων εβδομάδων πριν από την αποχώρηση των ελάχιστων γερμανικών δυνάμεων και κυρίως της εβδομάδας που μεσολάβησε από την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης και των Βρετανών στις 18 Οκτωβρίου, ή τουλάχιστον θα είχε προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για την οργάνωση της επίθεσης από τον ΕΛΑΣ.
«Το γεγονός ότι το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών βρήκε ανέτοιμο τον ΕΛΑΣ πιστοποιεί την απουσία οργανωμένης επιχείρησης για την κατάληψη της Αθήνας. Το στρατιωτικό σχέδιο σαφώς και υπήρχε, όμως δεν είχε ληφθεί κανένα στρατιωτικό μέτρο για την υλοποίησή του. Όταν ένας στρατός ακολουθεί οργανωμένο σχέδιο προς κατάληψη μιας πόλης και μάλιστα της πρωτεύουσας, δεν περιμένει μία ημέρα πριν από την υλοποίησή του να ξεκαθαρίσει το κυριότερο στρατιωτικό ζήτημα του ποιος θα διευθύνει τις επιχειρήσεις» διαβάζουμε.
Και προσθέτει ο κ. Χαραλαμπίδης: «Η χαώδης κατάσταση που επικρατούσε ακόμη και στις 2 Δεκεμβρίου στα ηγετικά κλιμάκια του ΕΛΑΣ είναι αποκαλυπτική. Όταν ο στρατιωτικός διοικητής του ΕΛΑΣ στρατηγός Σαράφης έμαθε την έκδοση διαταγής του Α΄ Σώματος Στρατού Αθηνών με την οποία διατάσσονταν μονάδες της 2ας Μεραρχίας, που δεν υπάγονταν στη διοίκηση του Σώματος, να κινηθούν προς Αθήνα, έστειλε κατεπείγον τηλεγράφημα στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, στο οποίο ανέφερε ότι «η μετακίνηση τμημάτων χωρίς να ξέρει το Γενικό Στρατηγείο τείνει να εξαρθρώσει τη διάταξη των τμημάτων και ζητούμε να καθοριστεί σε περίπτωση σύγκρουσης ποιος θα διευθύνει τις επιχειρήσεις», επισημαίνοντας στα απομνημονεύματά του ότι «φαίνεται ξεκάθαρα ότι ως τις 2 Δεκεμβρίου καμιά μονάδα του ΕΛΑΣ δεν είχε μετακινηθεί και κανένα μέτρο δεν είχε παρθεί που να δείχνει προπαρασκευή επίθεσης».
Με άλλα λόγια, εάν το ΕΑΜ ήθελε να καταλάβει ένοπλα την εξουσία τον Δεκέμβριο του 1944, ο ΕΛΑΣ δεν θα έστελνε έξι ολόκληρες μεραρχίες, και μάλιστα από τις πλέον εμπειροπόλεμες και καλά εξοπλισμένες, σε μικρότερης σημασίας αποστολές τόσο μακριά από τον τόπο της κρισιμότερης μάχης που έδωσε ποτέ το ΕΑΜικό κίνημα. Συνεπώς, οι στρατιωτικές δυνάμεις και των δύο πλευρών που βρίσκονταν στην Αθήνα τις παραμονές των Δεκεμβριανών είχαν αποτρεπτικό ρόλο στο πλαίσιο μιας πολιτικής και όχι μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης, αφού σε επιχειρησιακό-στρατιωτικό επίπεδο καμία από τις δύο δεν επαρκούσε για να καταφέρει καθαρή στρατιωτική νίκη.
Βέβαια, αυτή η εικόνα σε λίγες ημέρες ανατράπηκε πλήρως από την τεράστια βρετανική επιχείρηση, με την οποία ήρθε στην Ελλάδα στρατιωτική δύναμη «ανώτερη του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που είχε έρθει την άνοιξη του 1941 για να βοηθήσει τον ελληνικό αγώνα ενάντια στον Άξονα και αριθμητικά σχεδόν ίση με τις ιταλικές δυνάμεις που τον Οκτώβριο του 1940 εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος από την Αλβανία».
Το τηλεγράφημα Τσώρτσιλ
Η τακτική της «μη μάχης» λοιπόν που ακολούθησε ο ΕΛΑΣ απέναντι στα βρετανικά στρατεύματα κράτησε μόλις μία ημέρα, όσο δηλαδή και ο αιφνιδιασμός των Βρετανών επιτελών όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ άρχισαν την επιχείρηση αφοπλισμού των αστυνομικών τμημάτων (σ.σ. γεγονός που συνέβη σε ευρεία έκταση την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 1944). Με το κέντρο λήψης αποφάσεων να έχει ολοκληρωτικά πλέον μεταφερθεί από την Αθήνα στο Λονδίνο, η βρετανική αδράνεια τερματίστηκε ύστερα από το περίφημο τηλεγράφημα του Ουίνστον Τσώρτσιλ προς τον στρατηγό Σκόμπι, τα ξημερώματα της 5ης Δεκεμβρίου. Με αυτό, τον εξουσιοδοτούσε εν λευκώ για την ανάληψη κάθε δράσης όπου και όπως αυτός έκρινε.
Το τηλεγράφημα έγραφε: «Είσαι υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης στην Αθήνα και την ουδετεροποίηση ή καταστροφή όλων των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που προσεγγίζουν την πόλη. Μπορείς να λάβεις κάθε μέτρο για τον απόλυτο έλεγχο των δρόμων ή για την περικύκλωση κάθε αριθμού εμπολέμων […] Μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον κάθε οπλισμένου άνδρα στην Αθήνα, ο οποίος προσβάλλει τη Βρετανική ή Ελληνική Αρχή (σ.σ. εννοεί την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου) με την οποία συνεργαζόμαστε. Θα ήταν καλό, βεβαίως, αν οι διαταγές σου ενισχύονταν με την εξουσία της ελληνικής κυβέρνησης […] Μη διστάσεις, παρ’ όλα αυτά, να ενεργήσεις όπως αν ήσουν σε μια κατεκτημένη πόλη όπου μια τοπική εξέγερση βρισκόταν σε εξέλιξη […] Πρέπει να κρατήσουμε και να κυριαρχήσουμε στην Αθήνα. Θα ήταν σπουδαίο να το επιτύχετε αυτό χωρίς αιματοχυσία, αν είναι δυνατόν, αλλά επίσης με αιματοχυσία, αν είναι αναγκαίο»
Η φράση «θα ήταν καλό, βεβαίως, αν οι διαταγές σου ενισχύονταν με την εξουσία της ελληνικής κυβέρνησης» καταδεικνύει με σαφή τρόπο ότι ο ουσιαστικός φορέας λήψης αποφάσεων για τις στρατιωτικές και συνεπώς πολιτικές εξελίξεις την Ελλάδα δεν ήταν ο Έλληνας πρωθυπουργός και το υπουργικό του συμβούλιο. Η στάση των βρετανικών δυνάμεων απέναντι στον ΕΛΑΣ άλλαξε αμέσως μετά το «σκληρό» αυτό τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ. Λίγες ώρες μετά τη λήψη του, τα βρετανικά στρατεύματα πραγματοποίησαν την πρώτη επιθετική τους ενέργεια στη μάχη της Αθήνας.