Οικονομία

Επενδύσεις 95 δισ. ευρώ έως το 2030 στον τομέα της ενέργειας στη χώρα μας

Την αναπροσαρμογή των σχεδιαζόμενων επενδύσεων για την επίτευξη των κλιματικών και ενεργειακών στόχων με ορίζοντα το 2030 επιβεβαιώνει η αναθεωρημένη έκδοση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.

Οι συνολικές επενδύσεις υπολογίζονται σε 95 δισεκατομμύρια για την εξαετία 2025-2030, ήτοι 15 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Σημειώνεται ότι το αρχικό προσχέδιο προέβλεπε επενδύσεις της τάξης των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ που ωστόσο αναπροσαρμόστηκαν σημαντικά προς τα κάτω σε συνέχεια της αύξησης του ενεργειακού κόστους που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια αλλά και των σημαντικά μικρότερων δημοσιονομικών περιθωρίων να στηρίξουν ένα τέτοιο επενδυτικό «boom» την αμέσως επόμενη πενταετία.

Άλλωστε όλο το προηγούμενο διάστημα πολλάκις η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ διεμήνυε ότι θα προχωρήσει σε μια τέτοια αναπροσαρμογή, αφήνοντας παραπίσω και μετά το 2030 τεχνολογίες που σήμερα δεν είναι ώριμες να αναπτυχθούν και κατά συνέπεια χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλά κόστη.

Αυτό αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό στο αναθεωρημένο σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα με μια σειρά δράσεις να προβλέπονται μεταγενέστερα του 2030, όπως αποτυπώνεται και με την διάκριση της περιόδου μέχρι το 2050 σε 3 επιμέρους με διαφορετικά κάθε φορά προτάγματα.

Ως προς τις επενδύσεις μέχρι το 2030, το ποσό των 95 δισεκατομμυρίων ευρώ καταμερίζεται κατά 69% για την υιοθέτηση σημαντικών αναβαθμίσεων ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς τελικής χρήσης ύψους 65,3 δισεκατομμύρια ευρώ με τα υπόλοιπα 28.8 δις. ευρώ να προορίζονται για την διάδοση των τεχνολογιών ΑΠΕ και των εναλλακτικών καυσίμων στον τομέα της ενέργειας, της επέκτασης και της ενίσχυσης των δικτύων καθώς και των σταθμών αποθήκευσης.

Η αναλυτικότερη κατανομή των εκτιμώμενων επενδύσεων στους βασικούς τομείς του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ για την περίοδο 2025 – 2030 έχει ως εξής:

  • 13.5 δις ευρώ σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και την αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης και ψύξης
  • 2,5 δις ευρώ σε επενδύσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης στον τριτογενή τομέα
  • 1,7 δις ευρώ σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας στο βιομηχανικό τομέα
  • 44 δις ευρώ στις μεταφορές από τα οποία τα 12,6 δις ευρώ θα δαπανηθούν για τις ανάγκες της ηλεκτροκίνησης. Παράλληλα προβλέπονται 549 εκατ. ευρώ για υποδομές φόρτισης στις οδικές μεταφορές
  • 3,6 δις ευρώ επενδύσεις για την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες και αντλησιοταμιευτικά)
  • 9,9 δις ευρώ επενδύσεις σε δίκτυα ηλεκτρισμού
  • 760 εκατ. ευρώ για τον τομέα εναλλακτικών και κλιματικών ουδέτερων υγρών και αέριων καυσίμων που θα περιλαμβάνουν την παραγωγή βιομεθανίου, τη πρώτη παραγωγή προηγμένων υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα των μεταφορών καθώς και την εγκατάσταση των πρώτων εμπορικών μονάδων παραγωγής πράσινου υδρογόνου, κυρίως για παραγωγή ανανεώσιμων συνθετικών καυσίμων στα διυλιστήρια (συνθετική κηροζίνη, συνθετική μεθανόλη)
  • 1 δις ευρώ για τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης CO2
  • 1,2 δις ευρώ για επενδύσεις στο τομέα αποθήκευσης CO2.

Οι αντίστοιχες επενδύσεις με ορίζοντα το 2050 υπολογίζονται σε 332 δισεκατομμύρια ευρώ με τα 241 δις ευρώ να αφορούν τον τομέα ζήτησης ενέργειας και τα 90,9 δις ευρώ τον τομέα παραγωγής ενέργειας.

Το ενεργειακό μίγμα του 2030 ανά τεχνολογία

Ο συνολικός στόχος πράσινης ισχύος για το 2030 ανέρχεται στα 36.4 GW και επιμερίζεται σε 13.5 φωτοβολταϊκά, 8.9 GW χερσαία αιολικά, 1.9 υπεράκτια αιολικά, 3.4 μεγάλα υδροηλεκτρικά, 365 MW μικρά υδροηλεκτρικά και 81 MW βιομάζα και βιοαέριο, όπως αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα.

Η εγκατεστημένη ισχύς μονάδων φυσικού αερίου το 2030 ορίζεται στα 7.8 GW με την επισήμανση ότι θα εξεταστεί εκ νέου για λόγους ασφάλειας τροφοδοσίας, αφήνοντας έτσι ένα «παράθυρο» για την ανάπτυξη νέων μονάδων.

Στον ενεργειακό σχεδιασμό της εξαετίας, όπως αποτυπώνεται στο κείμενο, ξεχωρίζει ο αναθεωρημένος στόχος για τις επενδύσεις στην αποθήκευση. Στο σκέλος των μπαταριών, ο πήχης έχει ανέβει στα 4,32 GW, όντας αυξημένος κατά σχεδόν 40% από το νούμερο του περυσινού draft  (3,1 GW), ενώ για την αντλησιοταμίευση το κείμενο μιλά για 1,74 GW. Αθροιστικά, συγκεντρώνεται μια δύναμη πυρός 6,07 GW στην αποθήκευση, ως ο μόνος τρόπος για να στηριχθεί η αθρόα διείσδυση των ΑΠΕ, μαζί φυσικά με τις αναπόφευκτες περικοπές πράσινης ενέργειας και τη προσπάθεια μετατόπισης μέρους της ζήτησης από τα βράδια στα μεσημέρια. Δύο πολιτικές παρεμβάσεις του ΥΠΕΝ, που αμφότερες αναμένεται να ανακοινωθούν μέσα στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.

Ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών

Κρίσιμη παράμετρος για την επίτευξη των φιλόδοξων ενεργειακών και κλιματικών στόχων παραμένει η απανθρακοποίηση του κτιριακού τομέα ήτοι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος της χώρας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ, ο ετήσιος ρυθμός ανακαίνισης κτιρίων πρώτης κατοικίας την περίοδο 2025-2030 θα ανέλθει σε 68 χιλιάδες ανακαινίσεις (408.000 στην εξαετία). Αντίστοιχα, την περίοδο 2031-2040 ο ετήσιος ρυθμός ανακαίνισης θα μειωθεί στις 64.000 ανακαινίσεις, ενώ σημαντική αύξηση αναμένεται να επιτευχθεί την περίοδο 2041-2050 στις 83 χιλιάδες με σκοπό την απανθρακοποίηση του οικιακού τομέα.

Ηλεκτροκίνηση

Ως προς το κομμάτι της ηλεκτροκίνησης, το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει δύο σενάρια με το δεύτερο να υιοθετεί πιο αυξημένους στόχους έως το 2030. Σε κάθε περίπτωση το βάρος μέχρι το 2030 πέφτει στην ανάπτυξη σημείων φόρτισης και όχι στην αύξηση του στόλου των ηλεκτρικών οχημάτων (τουλάχιστον στο σενάριο βάσης).

Επιπρόσθετα το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι ο αναγκαίος συνολικός αριθμός δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης εκτιμάται σε περίπου 40.000 έως 100.000 σημεία για το έτος 2030 όταν μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2023, σύμφωνα τα στοιχεία που περιλαμβάνει το ΕΣΕΚ, έχουν εγκατασταθεί 4.014 δημοσίως προσβάσιμα σημεία φόρτισης σε όλη την επικράτεια.

Οι προβλέψεις για τιμές αερίου και ρύπων

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις και η εξέλιξη των τιμών των ενεργειακών προϊόντων που καθορίζονται στις διεθνείς αγορές καθώς και των δικαιωμάτων εκπομπής ΑτΘ, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής.

Σύμφωνα με αυτές, οι χονδρεμπορικές τιμές φυσικού αερίου θα είναι σχετικά σταθερές στο επίπεδο των 38 €/MWh μέχρι το έτος 2050, αλλά οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπής CO2 θα κυμαίνονται στο επίπεδο των 80 €/τόνο μέχρι το έτος 2030 και στη συνέχεια θα αυξηθούν δραστικά μέχρι τα 290 €/τόνο μέχρι το έτος 2040 και τα 490 €/τόνο μέχρι το έτος 2050, ενώ από το έτος 2027 θα ενταχθούν στο σύστημα της αγοράς ρύπων και οι λοιποί τομείς (κτηριακός, μεταφορές, κ.λπ.), αρχικά με μεταβατικές (μειωμένες) τιμές και από το έτος 2031 πλήρως.

Η κλιμάκωση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων θεωρείται σημαντικός τρόπος κινητροδότησης της ενεργειακής μετάβασης αλλά και χρηματοδότησης των μέτρων για την επίτευξή της.

Το κόστος ενέργειας και το μοντέλο αγοράς

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προκύπτει ότι το μέσο κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος θα βαίνει μειούμενο καθώς διεισδύουν οι ΑΠΕ και καθώς θα αποσβένονται οι σχετικές επενδύσεις. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, θα υπάρχουν έντονες διακυμάνσεις στις τιμές τόσο εποχιακές όσο και εντός της ημέρας. Ειδικότερα, το εκτιμώμενο συνολικό μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας ξεκινάει από τα 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2025 και μειώνεται ανά πενταετία μέχρι το 2050 ως εξής : 139€/MWh το 2030, 125€/MWh το 2035, 116€/MWh το 2040, 109€/MWh το 2045 και 96€/MWh το 2050.

Αναλυτικότερα, το ΕΣΕΚ επεξηγεί ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ επιφέρει αύξηση του κόστους για τα δίκτυα και τα αποθηκευτικά μέσα, λόγω των αναγκαίων επενδύσεων στους τομείς αυτούς. Το ανά μονάδα όμως κόστος για τα δίκτυα μειώνεται λόγω της αυξημένης διακινούμενης ενέργειας. Είναι αξιοσημείωτο πως η δομή του κόστους της ηλεκτροπαραγωγής μετατοπίζεται σταθερά από το μεταβλητό κόστος σε πάγιο κόστος για τα απασχολούμενα κεφάλαια και τη συντήρηση των εξοπλισμών, ενώ το μεταβλητό κόστος τείνει προς ένα ελάχιστο ποσοστό επί του συνόλου μακροχρόνια.

Μάλιστα σε συνέχεια των νεών δεδομένων που προκύπτουν ως προς την δομή του κόστους, οι συντάκτες του σχεδίου αναφέρουν ότι θα πρέπει να ακολουθήσει επανεξέταση του μοντέλου της αγοράς εν συνόλω καθώς «κρίνεται ανεπαρκές να εντοπίσει και να αναδείξει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο το πραγματικό κόστος». Αυτό συμβαίνει γιατί το τρέχον μοντέλο της αγοράς βασίζεται στο σταδιακά αυξανόμενο (incremental) κόστος κάθε τεχνολογίας βάσει του μεταβλητού κόστους, κυρίως δηλαδή του κόστους καυσίμου της.

Η προσέγγιση αυτή σε περιβάλλον με πολύ χαμηλά μεταβλητά κόστη καθίσταται αναποτελεσματική και πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια ριζική επανεξέταση του μοντέλου αγοράς ηλεκτρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατά δεύτερον, η μεγαλύτερη έμφαση σε σταθερά κόστη, πέραν της μείωσης των τιμών, αναμένεται να προσδώσει και το 489 χαρακτηριστικό της μεγαλύτερης σταθερότητας και προβλεψιμότητας στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

To Top