Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, φαίνεται πως οδηγείται ολοταχώς σε ύφεση, καθώς οι νέες οικονομικές εκτιμήσεις αναμένεται να δείξουν πτώση της παραγωγής για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, επηρεάζοντας τον τομέα της βιομηχανίας της χώρας.
Με τη βιομηχανία της χώρας να απειλείται με συρρίκνωση και μεγάλες εταιρείες, να εξετάζουν το ενδεχόμενο κλεισίματος εργοστασίων, η συνεργασία στον κυβερνητικό συνασπισμό μοιάζει όλο και περισσότερο σαν μια «δύσκολη σχέση» που βρίσκεται στο χείλος της ρήξης.
Άλλωστε την Τρίτη, έγινε γνωστό πως η Volkswagen σχεδιάζει να κλείσει τρία εργοστάσια στην Γερμανία, να προχωρήσει σε χιλιάδες απολύσεις προσωπικού και σε μειώσεις μισθών για να αντιμετωπίσει την σοβαρή κρίση που διέρχεται, μετά από ανακοίνωση του συμβουλίου των εργαζομένων που έκανε λόγο για «αφαίμαξη» άνευ προηγουμένου στα 80 χρόνια της ιστορίας της.
Σχετικό Άρθρο
Κόσμος
Στη δίνη της κρίσης η Volkswagen – Κλείνει εργοστάσια και οδεύει σε απολύσεις
Ο κυβερνητικός συνασπισμός φαίνεται να περνάει τη μεγαλύτερη κρίση από τη συγκρότησή του, ενώ οι φήμες στο Βερολίνο φουντώνουν για την πιθανότητα πρόωρων εκλογών, με κάποια γερμανικά μέσα να αναφέρουν την 9η Μαρτίου ως πιθανή ημερομηνία.
Προς ύφεση η γερμανική οικονομία
Σύμφωνα με το AFP, η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία Destatis πρόκειται να ανακοινώσει στις 12:00 (ώρα Ελλάδας) την εκτίμηση του ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο, η οποία αναμένεται να επιβεβαιώσει την τεχνική ύφεση.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας έχει ήδη προειδοποιήσει για «νέα ελαφρά συρρίκνωση» του ΑΕΠ, μετά την πτώση κατά 0,1% που σημειώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο.
Ο όρος “τεχνική ύφεση” αναφέρεται στην ακολουθία δύο συνεχόμενων τριμήνων οικονομικής συρρίκνωσης. «Η γερμανική οικονομία φαίνεται πως δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη φάση αδυναμίας της στο τρίτο τρίμηνο» αναφέρουν οι φθινοπωρινές προβλέψεις του υπουργείου.
Αναλυτές της FactSet είχαν παρουσιάσει πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, προβλέποντας στασιμότητα σε τριμηνιαία βάση, ωστόσο, οι επίσημοι αριθμοί είναι αυτοί που θα δώσουν και την τελική εικόνα.
Ένα βήμα πριν την κατάρρευση ο κυβερνητικός συνασπισμός;
Στο κλίμα αυτό, ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς πραγματοποίησε την πολυσυζητημένη «βιομηχανική σύνοδο» την Τρίτη, συνομιλώντας με επιχειρηματίες και συνδικαλιστές, αποσκοπώντας στο να βρεθούν λύσεις στην οικονομική στασιμότητα της Γερμανίας. Στη συνάντηση αυτή όμως, όπως σημειώνουν οι Financial Times, έλειπαν δύο βασικοί υπουργοί της κυβέρνησής του: ο υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, και ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ.
Σε μια συμβολική και ίσως ενδεικτική κίνηση για την πολιτική αστάθεια που υπάρχει στη χώρα, ο Χάμπεκ ανακοίνωσε την πρόθεσή του για ένα επενδυτικό ταμείο πολλών δισεκατομμυρίων, χρηματοδοτούμενο μέσω χρέους, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των εταίρων του στην κυβέρνηση. Την ίδια μέρα, ο Λίντνερ προγραμμάτισε τη δική του συνάντηση με επιχειρηματικούς φορείς.
Την Τρίτη, ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, προσπάθησε να διαψεύσει τα σενάρια διάλυσης του συνασπισμού. «Υπάρχει η υποχρέωση να κυβερνάς,» δήλωσε, «και για τη Γερμανία είναι πάντα καλύτερο όταν μια κυβέρνηση συμφωνεί σε μια κοινή κατεύθυνση, την περιγράφει και την εφαρμόζει.»
Ωστόσο, οι πιθανότητες να βρουν κοινό έδαφος τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού – οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς, οι Πράσινοι του Χάμπεκ και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) του Λίντνερ – μοιάζουν πιο μικρές από ποτέ για το τελευταίο έτος της θητείας τους.
«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 δεν έχουμε δει τόσο θεμελιώδεις διαφορές – και τέτοιες συγκρούσεις – ανάμεσα στους εταίρους μιας γερμανικής κυβέρνησης» αναφέρει ο Ούβε Γιούν, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Τρίερ, συγκρίνοντας την τωρινή κρίση με τη διάλυση του συνασπισμού SPD-FDP το 1982. «Φαίνεται ότι δεν υπάρχει πλέον βάση εμπιστοσύνης μεταξύ τους».
Μία ενδεχόμενη αδυναμία στην επίτευξη συμφωνίας για τον προϋπολογισμό του 2025 θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για τη διάλυση του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού. Οι διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό παρουσιάζουν σοβαρές διαφορές, καθώς το σχέδιο της κυβέρνησης για τις δαπάνες αφήνει κενό χρηματοδότησης σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τους εταίρους να παραμένουν διχασμένοι ως προς το πώς να το καλύψουν πριν από την προθεσμία της 14ης Νοεμβρίου.
Παρά τις διαφορές που υπάρχουν, οι υποστηρικτές του Σολτς δηλώνουν ότι η συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί. «Ο συνασπισμός μοιάζει με ζευγάρι που έχει χωρίσει, αλλά πρέπει να βρει τρόπο να μεγαλώσει μαζί τα παιδιά του», ανέφερε ανώτερο στέλεχος του SPD, σύμφωνα με τους Financial Times. «Ανεξαρτήτως διαφορών, πρέπει να καταλήξουμε στον προϋπολογισμό και να προχωρήσουμε».
Στο μεταξύ, οι φήμες για πρόωρες εκλογές αγνοούν έναν βασικό παράγοντα – τον Ντόναλντ Τραμπ. Πολλοί στο Βερολίνο εκτιμούν ότι μια νίκη του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα επιφέρει σοκ στο γερμανικό πολιτικό σύστημα και στη διατλαντική συμμαχία, αναγκάζοντας τον συνασπισμό του Σολτς να ενισχύσει την ενότητα και να συνεχίσει.
«Μία νίκη του Τραμπ μειώνει δραματικά τις πιθανότητες διάλυσης του συνασπισμού», δήλωσε ένας ανώτερος βουλευτής των Πρασίνων. «Η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο και δεν μπορεί να το κάνει αυτό αν επικρατεί χάος.»
Η Γαλλία πρόσφατα έδειξε τους κινδύνους πρόωρων εκλογών, μετά τις πρόωρες κάλπες που προκήρυξε το καλοκαίρι ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, οι οποίες οδήγησαν σε πολιτικό αδιέξοδο. «Είδαμε πώς οδήγησαν σε μακροχρόνιο αδιέξοδο», είπε ο Γιοχάνες Φέχνερ, ανώτερο στέλεχος του SPD. «Έχουμε κυβέρνηση, σαφή πλειοψηφία στη Βουλή και κίνητρο να περάσουμε νομοθεσίες. Όλοι οι εταίροι του συνασπισμού είναι υπεύθυνοι να συνεργαστούν για να βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών – γιατί οι Πράσινοι ή το FDP να θέλουν πρόωρες εκλογές;»
Το 2021, ο συνασπισμός ξεκίνησε με την πρόθεση να ανανεώσει ένα πολιτικό σύστημα που είχε επηρεαστεί από τη 16ετή διακυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ, προωθώντας μια προοδευτική ατζέντα για τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού κράτους και την «πράσινη» μετάβαση της οικονομίας του.
Ωστόσο, με το χρόνο, οι προτεραιότητές τους άρχισαν να αποκλίνουν. Για τους Πράσινους, το κύριο μέλημα ήταν η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για το SPD η διατήρηση του κοινωνικού κράτους, και για το FDP η τήρηση των αυστηρών κανόνων περί ελλειμμάτων και χρέους. Αυτές οι διαφορετικές επιδιώξεις προκάλεσαν σχεδόν διαρκείς συγκρούσεις, οι οποίες επιδεινώθηκαν από τη μείωση της δημοτικότητάς τους και την άνοδο ακραίων κομμάτων.
«Το πρόβλημα είναι ότι όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τόσο λιγότερο κοινό έδαφος έχουμε», είπε ένας βουλευτής του FDP. «Όλα μοιάζουν με προεκλογική εκστρατεία πλέον.»
Οι δύο “γραμμές” για την οικονομία
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, έχει εκφράσει πιο έντονα από κάθε άλλο κυβερνητικό στέλεχος τις ιδεολογικές διαφορές του συνασπισμού, δίνοντας πολλές φορές την εντύπωση ότι λειτουργεί ως ηγέτης της αντιπολίτευσης παρά ως μέλος της κυβέρνησης. «Το μέλλον της κυβέρνησης είναι στα χέρια του Λίντνερ,» σχολίασε χαρακτηριστικά ένας βουλευτής των Πρασίνων.
Σε συνάντηση με ξένους δημοσιογράφους, ο Λίντνερ επεσήμανε πως υπάρχουν «δύο σχολές σκέψης» στην κυβέρνηση. Η πρώτη υποστηρίζει την επιδότηση συγκεκριμένων βιομηχανιών και τεχνολογιών με δημόσιο χρήμα, ενώ η δεύτερη – την οποία εκφράζει το FDP – προκρίνει μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς, με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Αυτό το ιδεολογικό χάσμα έχει προκαλέσει «δημόσια σύγκρουση», δημιουργώντας μια αίσθηση αβεβαιότητας που πλήττει την οικονομία, αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Πολλοί θεωρούν ότι η αυστηρή προσήλωση του FDP στους κανόνες περί χρέους επιδεινώνει την αβεβαιότητα. «Είναι απογοητευτικό όταν προσπαθείς να εφαρμόσεις πολιτικές για τους πολίτες και τα άλλα κόμματα του συνασπισμού, όπως οι Πράσινοι ή το FDP, τις μπλοκάρουν,» ανέφερε βουλευτής του SPD.
Ο Λίντνερ έχει καταστήσει σαφές ότι η επιτυχία των 49 οικονομικών μεταρρυθμίσεων υπέρ των επιχειρήσεων που συμφωνήθηκαν τον Ιούλιο, γνωστών ως «πρωτοβουλία ανάπτυξης», αποτελεί προϋπόθεση για τη στήριξη του FDP στον προϋπολογισμό. «Αν δεν υλοποιηθούν, θα χάσουμε το θεμέλιο που στηρίζει τον συνασπισμό,» τόνισε βουλευτής του FDP.
Για τους ηγέτες της βιομηχανίας, το ζητούμενο δεν είναι τα μεμονωμένα μέτρα, αλλά η ενότητα του συνασπισμού προς μία κοινή κατεύθυνση. «Ο συνασπισμός πρέπει να δράσει από κοινού για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Γερμανίας,» δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργοδοτών της Γερμανίας, Ράινερ Ντούλγκερ.
Ωστόσο, η αισιοδοξία ότι κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί, μειώνεται. «Θα θέλαμε να λειτουργήσουν ως ομάδα,» ανέφερε ένας διευθυντής κορυφαίου επιχειρηματικού λόμπι, «αλλά αυτή τη στιγμή ο καθένας κοιτάζει τα δικά του συμφέροντα.»