Η πρόκληση για το επόμενο διάστημα είναι να διασφαλιστεί πως την προσεχή περίοδο ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να υποχωρεί και θα πλησιάσει εγκαίρως το στόχο μας. Αυτό ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, απευθύνοντας χαιρετισμό στο 6ο Endless Summer Conference on Financial Intermediation and Corporate Finance.
«Νέοι (και παλιοί) κίνδυνοι», όπως είπε, «ορθώνονται μπροστά μας. Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις αλλάζουν άρδην το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι φορείς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης», ενώ πρόσθεσε «Επίσης, οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι νέοι κίνδυνοι που πηγάζουν από την κλιματική αλλαγή θέτουν σε δοκιμασία τα υπάρχοντα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας τους».
«Ταυτόχρονα, η εταιρική χρηματοδότηση εξακολουθεί να εξελίσσεται, προσαρμοζόμενη σε νέες τάσεις όπως η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ESG) κριτηρίων στις επενδυτικές αποφάσεις».
Ο κ. Στουρνάρας πρόσθεσε πως η φύση των κινδύνων που αντιμετωπίζουμε είναι ασυνήθιστη. Όλο και περισσότερο θα επενεργούν και θα οδηγούν σε μεταβλητότητα των ρυθμών ανάπτυξης και πληθωρισμού δύο μείζονος σημασίας διαρθρωτικοί παράγοντες: ο γεωπολιτικός κατακερματισμός και η κλιματική αλλαγή. Οι κίνδυνοι αυτοί, από τους οποίους έχουμε ελάχιστη εμπειρία, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν και να προβλεφθούν. Θέτουν μια πρωτόγνωρη πρόκληση για τις κεντρικές τράπεζες – μια πρόκληση που απαιτεί και διαφορετικό τρόπο αντίδρασης.
Τι είπε ο κ. Στουρνάρας στο συνέδριο
Κυρίες και κύριοι,
Εκ μέρους όλων μας στην Τράπεζα της Ελλάδος, σας καλωσορίζω στη δεύτερη ημέρα του 6ου “Endless Summer Conference on Financial Intermediation and Corporate Finance”.
Τα τελευταία έξι χρόνια, το συνέδριο αυτό έχει καθιερωθεί ως μια κορυφαία διοργάνωση στην οποία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα εμπεριστατωμένης έρευνας στο πεδίο της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης και της εταιρικής χρηματοδότησης. Εξ όσων γνωρίζω, περίπου τριάντα ερευνητικές εργασίες που παρουσιάστηκαν τα προηγούμενα χρόνια έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. Αναμφίβολα, το επίτευγμα αυτό αντανακλά την υψηλή ποιότητα του ερευνητικού προγράμματος του συνεδρίου.
Η θεματική του συνεδρίου έχει άμεση συνάφεια με το έργο μιας κεντρικής τράπεζας. Νέοι (και παλιοί) κίνδυνοι ορθώνονται μπροστά μας. Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις αλλάζουν άρδην το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι φορείς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Επίσης, οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι νέοι κίνδυνοι που πηγάζουν από την κλιματική αλλαγή θέτουν σε δοκιμασία τα υπάρχοντα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας τους. Ταυτόχρονα, η εταιρική χρηματοδότηση εξακολουθεί να εξελίσσεται, προσαρμοζόμενη σε νέες τάσεις όπως η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ESG) κριτηρίων στις επενδυτικές αποφάσεις. Με δεδομένη την προφανή σημασία αυτών των κινδύνων για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, χαίρομαι ειλικρινά που έχουμε μαζί μας μια πλειάδα διακεκριμένων ομιλητών με εξειδίκευση στους τομείς της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης και της εταιρικής χρηματοδότησης, που θα διευθύνουν τις συζητήσεις της σημερινής συνεδρίας, και είμαι βέβαιος ότι το συνέδριο θα μας δώσει άφθονη τροφή για σκέψη.
Η σημερινή ημέρα της διοργάνωσης αποτελείται από τρεις συνεδρίες. Σε καθεμία θα παρουσιαστούν αποτελέσματα από έρευνα αιχμής:
Η πρώτη συνεδρία θα ξεκινήσει με την παρουσίαση μελέτης με θέμα τη σχέση αντιστάθμισης (trade-off) μεταξύ χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και μακροοικονομικών επιδόσεων και τα συναφή διλήμματα κατά τον σχεδιασμό μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής, ένα θέμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τις κεντρικές τράπεζες. Η ανάλυση θα αναδείξει ότι η επιβολή υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα σε εγχώριους χρηματοπιστωτικούς κλυδωνισμούς συνδέεται με μεγαλύτερη εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα η οικονομία να γίνεται πιο ευάλωτη σε εξωτερικούς χρηματοπιστωτικούς κλυδωνισμούς.
Θα ακολουθήσει μελέτη σχετικά με τις εκτεταμένες συνέπειες που έχουν για τις τοπικές οικονομίες η στροφή προς την ψηφιακή τραπεζική και η μείωση των φυσικών τραπεζικών καταστημάτων. Συνολικά, τα ευρήματα θα δείξουν, και κατά τη γνώμη μου όντως έτσι επηρεάζει η τεχνολογία την πραγματική οικονομία, ότι η τεχνολογική διαταραχή αποφέρει μεγάλα οφέλη, παρότι συχνά συνεπάγεται και κάποιο κόστος.
Η τελευταία μελέτη της συνεδρίας διερευνά την τάση των μικρών, μη εισηγμένων και χωρίς πιστοληπτική διαβάθμιση επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ να βασίζονται ολοένα περισσότερο στη χρηματοδότηση μέσω της έκδοσης ομολόγων. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η τάση έχει συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, ιδίως σε περιόδους αναταράξεων στην οικονομία. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η παγκόσμια αύξηση της χρηματοδότησης μέσω έκδοσης ομολόγων έχει ασφαλώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ευρώπη, το χρηματοπιστωτικό της σύστημα είναι έντονα τραπεζοκεντρικό συγκριτικά με τις ΗΠΑ.
Η θεματολογία της δεύτερης συνεδρίας ακολουθεί ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης.
Η πρώτη ερευνητική εργασία που θα παρουσιαστεί εξετάζει πώς η εποπτική τεχνολογία (SupTech), δηλαδή η χρήση καινοτόμων τεχνολογιών από τις εποπτικές αρχές για την υποστήριξη του έργου τους, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτού του είδους η έρευνα έχει μεγάλη σημασία από τη σκοπιά της άσκησης πολιτικής, καθώς οι πρωτοβουλίες SupTech αναπτύσσονται δυναμικά σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά ελάχιστα γνωρίζουμε για το πώς η χρήση εργαλείων SupTech επηρεάζει τη συμπεριφορά των τραπεζών.
Η επόμενη παρουσίαση διακρίνει δύο τύπους τραπεζών – τράπεζες υψηλού επιτοκίου και χαμηλού επιτοκίου αντίστοιχα – με βάση τη συμπεριφορά τους ως προς το επιτόκιο καταθέσεων που προσφέρουν, και διερευνά πώς οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα συνέβαλαν στην απόκλιση μεταξύ αυτών των δύο τύπων. Η κατανόηση αυτής της τάσης είναι ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, καθώς περισσότερες τράπεζες στρέφονται προς την ηλεκτρονική τραπεζική και η κατανομή των καταθέσεων μεταξύ των τραπεζών έχει σημαντικές συνέπειες για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Στην τελευταία συνεδρία της ημέρας παρουσιάζονται τρεις ακόμη ενδιαφέρουσες μελέτες.
Η πρώτη μελέτη εξετάζει πώς τα στελέχη των τραπεζών επηρεάζουν τις χρηματοοικονομικές αποφάσεις των ατόμων που ανήκουν στον κοινωνικό τους περίγυρο. Πρόκειται για μια πτυχή που αξίζει να διερευνηθεί, δεδομένου ότι προηγούμενες ερευνητικές εργασίες τεκμηριώνουν τον σημαντικό ρόλο των συμβουλών από φίλους και συγγενείς στις ποικίλες χρηματοοικονομικές αποφάσεις των νοικοκυριών.
Η επίδραση που ασκούν οι φορείς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης στη μακροοικονομία είναι κεντρικό θέμα στη μακροοικονομική θεωρία και προσελκύει το ενδιαφέρον των ερευνητών τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι, η δεύτερη μελέτη της συνεδρίας εξετάζει πώς οι μεταβολές της καθαρής αξίας των φορέων χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης επηρεάζουν το σύνολο της οικονομίας.
Τέλος, η δεύτερη ημέρα του συνεδρίου θα ολοκληρωθεί με μια μελέτη η οποία προτείνει ένα ενιαίο μοντέλο που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται με τον βέλτιστο τρόπο τις εκπομπές μέσω της παραγωγής, των πράσινων επενδύσεων και της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών. Αυτού του είδους η έρευνα είναι εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα που η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί πιεστικό ζήτημα τόσο για τους φορείς χάραξης πολιτικής όσο και για τις επιχειρήσεις.
Σε αυτό το σημείο, υπενθυμίζω ότι τα τελευταία χρόνια ήταν μια περίοδος πρωτοφανών προκλήσεων για τις νομισματικές αρχές. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις αλλεπάλληλες διαταραχές της προσφοράς που έπληξαν την οικονομία της ζώνης του ευρώ τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει – και κανείς δεν προέβλεψε – την άνοδο του πληθωρισμού που επακολούθησε. Παρ’ όλα αυτά, καταφέραμε να πορευθούμε εν μέσω όλης αυτής της αβεβαιότητας. Η πρόκληση για την προσεχή περίοδο είναι να εξασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να υποχωρεί και θα πλησιάσει εγκαίρως το στόχο μας, ενώ παράλληλα θα ενισχύονται οι ρυθμοί ανάπτυξης φθάνοντας σε διατηρήσιμα επίπεδα που εγγυώνται πλήρη απασχόληση.
Ωστόσο, η φύση των κινδύνων που αντιμετωπίζουμε είναι ασυνήθιστη. Όλο και περισσότερο θα επενεργούν και θα οδηγούν σε μεταβλητότητα των ρυθμών ανάπτυξης και πληθωρισμού δύο μείζονος σημασίας διαρθρωτικοί παράγοντες: ο γεωπολιτικός κατακερματισμός και η κλιματική αλλαγή. Οι κίνδυνοι αυτοί, από τους οποίους έχουμε ελάχιστη εμπειρία, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν και να προβλεφθούν. Θέτουν μια πρωτόγνωρη πρόκληση για τις κεντρικές τράπεζες – μια πρόκληση που απαιτεί και διαφορετικό τρόπο αντίδρασης.
Σε αυτό το νέο και εξαιρετικά αβέβαιο περιβάλλον, στρεφόμαστε στους πανεπιστημιακούς και τους ερευνητές για να μας καθοδηγήσουν σε αχαρτογράφητα νερά. Μόνο μέσα από την καινοτόμο έρευνα θα μπορέσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να διευρύνουν τις γνώσεις τους. Επιπλέον, κατά την άποψή μου, είναι πλέον σαφές ότι τα συγκεντρωτικά στοιχεία δεν επαρκούν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάζονται πιο αναλυτικά δεδομένα. Τα μικροδεδομένα μας επιτρέπουν αφενός να κατανοήσουμε καλύτερα το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και αφετέρου να ερμηνεύσουμε σωστά τα συγκεντρωτικά στοιχεία και έτσι να προβλέψουμε καλύτερα την εξέλιξη των αντίστοιχων μεγεθών. Οι μεθοδολογικές βελτιώσεις σε συνδυασμό με την αυξημένη διαθεσιμότητα μικροδεδομένων διευκολύνουν μια πολύ πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση και ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσεων των διαφόρων τύπων διαταραχών και, κυρίως, της επίδρασης των διαφόρων τύπων μέτρων πολιτικής.
Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) ασχολείται ενεργά με την έρευνα με στόχο να γίνει καλύτερα κατανοητό πώς η νομισματική πολιτική μεταδίδεται στην ευρωπαϊκή οικονομία. Από την πλευρά της, η Τράπεζα της Ελλάδος διαθέτει μια πολύ δραστήρια Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών, η οποία παράγει θεωρητικές και εμπειρικές μελέτες και αναλύσεις σε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών και χρηματοοικονομικών θεμάτων. Πέρα από το ερευνητικό έργο που η ίδια παράγει, η Τράπεζα της Ελλάδος συμπράττει σε ερευνητικά προγράμματα που υλοποιούνται στο ευρύτερο πλαίσιο του ΕΣΚΤ μέσω της συμμετοχής στελεχών της σε διάφορα ερευνητικά δίκτυα. Θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μία από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως που ασχολήθηκαν με ζητήματα κλιματικής αλλαγής και βιωσιμότητας, έχοντας συγκροτήσει ήδη από το 2009 την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).
Κλείνοντας, θεωρώ ότι μια σημαντική αποστολή του ερευνητικού έργου των κεντρικών τραπεζών είναι να γεφυρώνει το πιθανό χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκής έρευνας και άσκησης πολιτικής και να δημιουργεί ευκαιρίες αλληλεπίδρασης με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Πεποίθησή μας είναι ότι η έκθεση σε εξωτερικές ιδέες και στις νεότερες εξελίξεις του τομέα προάγει την έρευνα.
Σας καλωσορίζω και πάλι στη σημερινή εκδήλωση στην Τράπεζα της Ελλάδος και εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου. Σας εύχομαι ευχάριστη διαμονή στην Αθήνα, η οποία φημίζεται για τη ζεστή φιλοξενία της. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι διοργανωτές επέλεξαν τον Σεπτέμβριο για τη διεξαγωγή του συνεδρίου, έτσι ώστε να έχετε όλοι την ευκαιρία να απολαύσετε το ωραίο κλίμα της Αθήνας!