Οι προεδρικές εκλογές, όπως όλα δείχνουν, αναμένεται να επηρεάσουν έντονα το μέλλον των υποψηφίων βουλευτών. Η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση για τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων εκτιμάται από Αμερικανούς αναλυτές ότι θα είναι μία από τις πιο σκληρές και αμφίρροπες των τελευταίων χρόνων, με τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικανούς να ανταγωνίζονται σε κρίσιμες περιφέρειες σε ολόκληρη τη χώρα. Η σημερινή ισορροπία ισχύος στη Βουλή είναι εξαιρετικά λεπτή, με τους Ρεπουμπλικανούς να κατέχουν πλειοψηφία μόλις τεσσάρων εδρών. Από τις συνολικά 435 έδρες, περίπου οι 20 είναι σε διακύβευση.
Ο λόγος για την αυξημένη αβεβαιότητα στις φετινές εκλογές σχετίζεται κυρίως με τη σύμπτωση τους με τις προεδρικές εκλογές, που αυξάνουν τη συμμετοχή των ψηφοφόρων και την πολιτική πόλωση. Οι υποψήφιοι βουλευτές σε αυτές τις περιφέρειες αντιμετωπίζουν τη σκληρή στρατηγική των δύο εκστρατειών, όπου ακόμα και μικρές αλλαγές στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων μπορούν να οδηγήσουν σε δραματικές αλλαγές. Οι Δημοκρατικοί υπερασπίζονται έδρες σε περιοχές όπως το Μέιν, η Ουάσινγκτον, η Αλάσκα και η Πενσιλβάνια, περιοχές που κατά κανόνα υποστηρίζουν τον πρώην Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Την ίδια στιγμή, οι Ρεπουμπλικανοί αγωνίζονται σε πολιτείες της Μέσης Δύσης όπως η Νεμπράσκα, η Άιοβα και το Ουισκόνσιν, όπου αντιμετωπίζουν ισχυρές δημοκρατικές προκλήσεις.
Ένα από τα κεντρικά πεδία μάχης για τη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι οι γαλάζιες πολιτείες όπως η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη. Σε αυτές τις πολιτείες οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούν να κερδίσουν έδρες σε περιφέρειες που ο Πρόεδρος Μπάιντεν είχε κερδίσει στις τελευταίες εκλογές.
Η στρατηγική των Δημοκρατικών περιλαμβάνει την έντονη προώθηση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων και των οφελών του Νόμου Μείωσης του Πληθωρισμού, όπως η μείωση της τιμής της ινσουλίνης. Αυτά τα θέματα επιδιώκουν να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους, ειδικά σε πιο συντηρητικές περιοχές.
Οι Ρεπουμπλικανοί, από την πλευρά τους, έχουν επικεντρωθεί σε θέματα όπως ο πληθωρισμός, η δημόσια ασφάλεια και η μετανάστευση, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τις ανησυχίες των Αμερικανών σχετικά με την πορεία της χώρας.
Όπως αναφέρουν οι New York Times: «Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τους Δημοκρατικούς που επιδιώκουν να κερδίσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, δήλωσε ο Ντέιβιντ Γουίνστον, Ρεπουμπλικανός δημοσκόπος και στρατηγικός αναλυτής, είναι ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος δρόμο».
Επίσης μια πανεθνική δημοσκόπηση των New York Times/Siena College που διεξήχθη στα τέλη Οκτωβρίου έδειξε ότι το 61% των πιθανών ψηφοφόρων δήλωσε ότι η χώρα οδεύει προς τη λάθος κατεύθυνση.
Ο Τραμπ αυτή τη φορά έχει καλή απόδοση στις γαλάζιες πολιτείες που είναι σημαντικές για τους Ρεπουμπλικανούς, ενώ η Αντιπρόεδρος Χάρις προσπαθεί να καταφέρει να κρατήσει τους ψηφοφόρους των προαστιακών περιοχών που βοήθησαν τους Δημοκρατικούς να κερδίσουν τη Βουλή το 2018. Αυτοί οι ψηφοφόροι έχουν δείξει σημάδια απομάκρυνσης από τον Τραμπ, κάτι που οι Δημοκρατικοί ελπίζουν να συνεχιστεί.
Το 2020, όταν οι Δημοκρατικοί περίμεναν να διευρύνουν την πλειοψηφία τους, αντιθέτως υποχώρησαν και έχασαν έδρες. Το 2022, το λεγόμενο «κόκκινο κύμα» που οι Ρεπουμπλικανοί προέβλεπαν ότι θα τους έδινε μια άνετη πλειοψηφία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αντίθετα τους έδωσε τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων με οριακή διαφορά.
Οι Ρεπουμπλικανοί ελπίζουν να ανατρέψουν κεντρώους Δημοκρατικούς σε περιφέρειες που ο Τραμπ κέρδισε το 2020, όπως οι Τζάρεντ Γκόλντεν στο Μέιν και η Μαρί Γκλουσενκάμπ Πέρεζ στην Ουάσινγκτον. Οι Δημοκρατικοί αγωνίζονται επίσης να διατηρήσουν έδρες που αφήνουν έμπειροι βουλευτές, όπως η Ελίσα Σλότκιν και η Αμπιγκέιλ Σπάνμπεργκερ, οι οποίες διεκδικούν υψηλότερα αξιώματα.
Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών θα καθορίσει την ισορροπία δυνάμεων στη Βουλή και θα επηρεάσει τις νομοθετικές προτεραιότητες και την πορεία της επόμενης κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια. Με το διακύβευμα να είναι υψηλό και τις περιφέρειες να είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικές, οι εκλογές αναμένεται να προσφέρουν μια γεμάτη αγωνία βραδιά.
Πηγή: ΑΠΕ