Είναι απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974. Ο τουρκικός στόλος που ναυλοχεί σε βάσεις απέναντι από την Κύπρο, βρίσκεται σε εγρήγορση και αναμένει εντολές.
- του Γεώργιου Σαρρή
Μόλις οι δείκτες των ρολογιών δείχνουν 17:00, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων δίνει από τα Άδανα τη σχετική διαταγή. «Ξεκινήστε!», Τα πλοία λύνουν κάβους και με την ημισέληνο να κυματίζει στους ιστούς, κατευθύνονται προς τη Μεγαλόνησο. Η στρατιωτική επιχείρηση που έμελλε να αποτελέσει μια από τις καταστροφικότερες σελίδες του νησιού, μόλις έχει αρχίσει. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η βρετανική τηλεόραση σε εκπομπή της στις 17:30 το απόγευμα, παρουσίασε την αναχώρηση των πολεμικών πλοίων από τη Μερσίνα.
Τι επιδίωκαν πραγματικά οι Τούρκοι
Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι θέλουν να την παρουσιάσουν προς τα έξω ως μια… ειρηνευτική διαδικασία, που πραγματοποιείται για να προστατευτούν οι Τουρκοκύπριοι από το πραξικόπημα που έχει επιβάλλει στη Λευκωσία η Χούντα των Αθηνών, λαμβάνει την κωδική ονομασία «Αττίλας», προς τιμήν του βιαιότερου ηγέτη της αυτοκρατορίας των Ούννων που είχε πεθάνει 1521 χρόνια νωρίτερα, τον Απρίλιο του 453 μ.Χ. Ήταν ο κύριος εχθρός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κατέστρεψε τμήμα της Ευρώπης. Οι εξ ανατολών γείτονές μας θεωρούν ότι συνδέονται μαζί του, λόγω της καταγωγής του από την κεντρική Ασία.
Στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκει η Τουρκία είναι να παρεμποδίσει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καταλαμβάνοντας παράλληλα όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα εδάφους από το νεοπαγές κράτος (σ.σ. η Κυπριακή Δημοκρατία είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της μόλις 14 χρόνια νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1960). Πριν καταγράψουμε όμως τα δραματικά γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού
που άλλαξαν ριζικά τη γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, πάμε να δούμε ακροθιγώς και με απλά λόγια, πώς φτάσαμε ως εδώ.
Από την ανεξαρτησία στην ένταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων
Η Κυπριακή Δημοκρατία συγκροτήθηκε σε κράτος το 1960 μετά από έναν μακροχρόνιο αγώνα ενάντια στην βρετανική αποικιοκρατία. Το πρώτο Σύνταγμα του νησιού, ήταν αρκετά πολύπλοκο, προϊόν μιας λεπτής ισορροπίας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων που αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία και των Τουρκοκυπρίων, δύο κοινοτήτων με διαφορετικές πολιτικές προσδοκίες και εθνικές ταυτότητες.
Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών ξεκίνησαν από νωρίς. Νοέμβριο του 1963 ο Κύπριος πρόεδρος (και συνάμα αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου), Μακάριος Γ’, προτείνει μια σειρά αλλαγών στο Σύνταγμα, που έμειναν γνωστές ως τα «Δεκατρία Σημεία». Η Άγκυρα και κατόπιν οι ίσιοι οι Τουρκοκύπριοι, απορρίπτουν τις προτάσεις. Ακολουθούν αιματηρά επεισόδια. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας οι Τουρκοκύπριοι αξιωματούχοι (αντιπρόεδρος, υπουργοί,
βουλευτές, δημόσιοι υπάλληλοι), αποχωρούν από όλα τα κυβερνητικά όργανα και τις δημόσιες θέσεις δημιουργώντας έναν δικό τους διοικητικό μηχανισμό. Παράλληλα, 20.000 με 25.000 εξ αυτών (που αντιστοιχούν περίπου στο ¼ της κοινότητάς τους) μετακινούνται σε 115 αμιγώς τουρκοκυπριακούς θύλακες διασκορπισμένους στο έδαφος της Κύπρου.
Χαράσσεται η «πράσινη» γραμμή στη Λευκωσία
Μετά τις συγκρούσεις του 1963 αναπτύσσεται στο έδαφος του νησιού ειρηνευτική δύναμη υπό το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και σύμφωνα με το ομόφωνο Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου η αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αυτή που έχει «την ευθύνη για τη διατήρηση και αποκατάσταση της τάξης και του νόμου». Μάλιστα τον Δεκέμβριο του
1963 χαράσσεται η λεγόμενη «πράσινη γραμμή» στη Λευκωσία (πήρε αυτή την ονομασία εξαιτίας του γεγονότος ότι η έγινε με πράσινο μαρκαδόρο πάνω σε έναν χάρτη) που χώριζε τον ελληνικό από τον τουρκικό τομέα της πόλης.
Ο πόθος της Ένωσης με την Ελλάδα
Οπότε από τις αρχές του 1964 ο κρατικός μηχανισμός περνά αποκλειστικά στα χέρια των Ελληνοκυπρίων. Η Αθήνα εκτιμά πως έχει έρθει η ώρα να ενωθεί η Ελλάδα με την Κύπρο. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως ως εθνικό ύμνο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υιοθετήσει εκείνη την εποχή τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Τόσο τους στίχους όσο και τη μελοποίηση – κάτι που ισχύει έως και σήμερα. Για να υπάρξει όμως Ένωση θα έπρεπε να υπάρχει και η συγκατάθεση της Άγκυρας η οποία θα δεχόταν κάτι τέτοιο μονάχα με εδαφικά ανταλλάγματα. Εάν δηλαδή και η ίδια έπαιρνε ένα τμήμα της Κύπρου.
Με την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1967, οι συνταγματάρχες των Αθηνών συνεχίζουν να προωθούν το σενάριο της Ένωσης. Ιανουάριο του 1968 ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος προβαίνει σε επίσημη αλλαγή της στοχοθεσίας, δηλώνοντας πως η Ένωση ήταν μεν «επιθυμητή», αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες «πιθανή» ήταν η διατήρηση της ανεξαρτησίας και της
κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό προκάλεσε τη μήνιν των φανατικών ενωτικών της Κύπρου, που άρχισαν να οργανώνονται σε αντιμακαριακές παρακρατικές ομάδες, στενά διασυνδεδεμένες με Ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο νησί.
Το πραξικόπημα της Χούντας στην Κύπρο: Η αρχή της καταστροφής
Η Χούντα των Αθηνών, προκειμένου να πετύχει την ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο, πραγματοποιεί το πρωινό της 15 ης Ιουλίου 1974 πραξικόπημα κατά του Μακάριου. Σε συνεργασία με μονάδες της Εθνικής Φρουράς στη Μεγανόνησο, ανατρέπουν τον εκλεγμένο Πρόεδρο. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο επίσημο
πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου («Φάκελος
της Κύπρου»), «είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι εκείνο το μοιραίο για την Κύπρο
πραξικόπημα αποφασίστηκε από τους:
- Φαίδωνα Γκιζίκη, «Πρόεδρο της Δημοκρατίας»,
- Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, «Πρωθυπουργό»,
- Δημήτριο Ιωαννίδη, Αρχηγό της Χούντας και
- Γρηγόριο Μπονάνο, «Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων»
με ειδικότερη εισήγηση του Δημ. Ιωαννίδη, που επίμονα υποστήριζε ότι ο Μακάριος
ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος. Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων της Χουντικής ηγεσίας, που αναφέρονται πιο πάνω, στο σπίτι του Ανδρουτσόπουλου. Οι διαβουλεύσεις τους αυτές άρχισαν σύμφωνα με την κατάθεση Μπονάνου, το Φεβρουάριο μήνα του 1974, σύμφωνα δε με την κατάθεση του Γκιζίκη τον Απρίλιο μήνα του ίδιου χρόνου».
Σε μία από αυτές τις συναντήσεις τους, αναφέρεται στα έγγραφα, είχε συζητηθεί και το ενδεχόμενο να γίνει η ανατροπή του Μακαρίου και της Κυβέρνησής του το Μάη μήνα, όταν αυτός σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επίσημο ταξίδι στην Κίνα».
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο ουσιαστικός «αρχηγός» της Χούντας εκείνη την περίοδο είχε αποδεχθεί και είχε αναλάβει την ευθύνη για το πραξικόπημα αυτό στην Κύπρο. Το είχε αποκάλεσε μάλιστα… στρατιωτική ενέργεια, όπως επίσης και όποια άλλη π ράξη (φόνους Ελλήνων κλπ.) έλαβε χώρα στο
πλαίσιο αυτού του πραξικοπήματος.
«Βάλε μια γραβάτα και άντε να ορκιστείς Πρόεδρος»
Ο φιλοχουντικός συνταγματάρχης καταδρομών Κωνσταντίνος Κομπόκης, ήταν αυτός που στην ουσία είχε αναλάβει επικεφαλής του πραξικοπήματος στην Κύπρο. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας που κατελήφθη η εξουσία στην Κύπρο, 15 Ιουλίου του 1974, είδε σε κάποιο γραφείο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς να περιφέρεται ο 39χρονος Νίκος Σαμψών. Δημοσιογράφος, μέλος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και πάλαι ποτέ φιλομακαριακός που τα κατοπινά χρόνια έγινε
φανατικός εχθρός του.
Πιεζόμενοι οι πραξικοπηματίες από την ανάγκη να ορκίσουν ένα «πρόεδρο», χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί με την Αθήνα, όπως θα κατέθεσε μερικά χρόνια αργότερα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, του είπε: «Πήγαινε βάλε μια γραβάτα και έλα να σε ορκίσουμε πρόεδρο». Αυτό και έγινε! Μετά την ορκωμοσία του, ο Σαμψών διάβασε το διάγγελμα που είχε ετοιμάσει η Χούντα των Αθηνών και σχημάτισε την «κυβέρνησή» του. Ήταν η τέλεια αφορμή που ζητούσε η Τουρκία για να εισβάλλει στην Κύπρο, ως εγγυήτρια δύναμη (σ.σ. με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959, προβλεπόταν η ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, έχοντας όμως ως εγγυήτριες δυνάμεις της εδαφικής ακεραιότητας, της ασφάλειας και του σεβασμού του Συντάγματος, την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μεγάλη Βρετανία. Κάθε μια εκ των τριών είχε το δικαίωμα μονομερούς παρέμβασης εάν διασαλευόταν η καθεστηκυρία τάξη. Εκεί «πάτησε» η Άγκυρα για να εισβάλει στην Κύπρο αν και δεν είχε το δικαίωμα στρατιωτικής δράσης, πολλώ δε μάλλον κατοχής εδάφους).
Η στιγμή της εισβολής: «Δείξτε αυτοσυγκράτηση, θέλουν απλώς να μας εκφοβίσουν»
Στις 4:30 με 4:45 το πρωί της 20ής Ιουλίου ο εχθρικός στόλος κάνει την εμφάνισή του σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την Κυρήνειας. Παρά το γεγονός ότι τα πλοία είχαν εντοπιστεί εγκαίρως από τα ελληνικά ραντάρ, δεν δόθηκε εντολή να χτυπηθούν. Στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των υπερασπιστών της Κύπρου να αμυνθούν η σταθερή απάντηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού στην Αθήνα ήταν να υπάρξει «αυτοσυγκράτηση» διότι επρόκειτο για… παραπλανητικές τουρκικές κινήσεις έξω από τις κυπριακές ακτές που είχαν αποκλειστικό στόχο την επίδειξη δυνάμεως και τον εκφοβισμό.
Το παράδοξο είναι πως η εντολή παραμένει ίδια ακόμη και όταν η τουρκική αεροπορία προβαίνει στους πρώτους βομβαρδισμούς. Ωστόσο, μεταξύ 5:05 και 5:15 π.μ., οι Τούρκοι βυθίζουν δύο κυπριακές τορπιλακάτους που είχαν σταλεί προς αναγνώριση των εχθρικών σκαφών.
Στις 05:15 το πρωί τουρκικά αεροσκάφη προβαίνουν στη ρίψη τουλάχιστον 2.500 αλεξιπτωτιστών στον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας. Την ίδια ώρα, τα τα τουρκικά πλοία που είχαν προσεγγίσει την ακτή στο Πεντεμίλι, κοντά στην Κερύνεια, άρχιζαν ανενόχλητα την… αποβίβαση στρατιωτών και υλικού. Δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε «απόβαση» καθώς δεν υπήρχε καμία αντίσταση. Λόγω του πραξικοπήματος που είχε γίνει στην Κύπρο πέντε ημέρες νωρίτερα, οι ελληνικές
στρατιωτικές δυνάμεις που έπρεπε να αποκρούσουν τους εισβολείς, βρίσκονταν σε άλλα σημεία και φύλαγαν κρατικά κτήρια στη Λευκωσία.
Απόλυτος αιφνιδιασμός στην Αθήνα: Χάος με την επιστράτευση
Όπως αναφέρουν ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, με τον καθηγητή του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευάνθη Χατζηβασιλείου στο νέο τους κατατοπιστικό βιβλίο, υπό τον τίτλο «Μεταπολίτευση 1974 – 1975 – 50 ερωτήματα και απαντήσεις» (εκδόσεις «Πατάκης»), η στρατιωτική ηγεσία στην
Αθήνα έδειξε απολύτως αιφνιδιασμένη από την τουρκική εισβολή και αντέδρασε σπασμωδικά και αμήχανα.
Όπως αναφέρουν: «Η πρώτη εντολή για άμυνα δόθηκε από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα στις 8:40 το πρωί, τέσσερις ώρες μετά την έναρξη των πρώτων τουρκικών επιθέσεων. Την 20ή Ιουλίου 1974 κηρύσσεται γενική επιστράτευση στην Ελλάδα. Αντί η επιστράτευση όμως να γίνει διαδοχικά και κλιμακωτά σε βάθος κάποιων ημερών, εκλήθησαν στον στρατό ταυτοχρόνως όλοι οι
επίστρατοι. Αυτό προκάλεσε χάος στην οργάνωση του ελληνικού στρατού. Η αποτυχία της επιστρατεύσεως κατέδειξε το χάος στο οποίο είχαν οδηγήσει οι στρατιωτικοί τις Ένοπλες Δυνάμεις».
Ανεκπαίδευτος ο τουρκικός στρατός: Βύθισε δικό του πλοίο και έπληξε άλλα δύο
Παρά την ανυπαρξία συστηματικής ελληνικής άμυνας στην Κύπρο. οι τουρκικές δυνάμεις δυσκολεύθηκαν σοβαρά τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα, από μεμονωμένα τμήματα που πρόβαλλαν άμυνα. Ήταν εμφανής η έλλειψη οργανώσεως και εκπαιδεύσεως του τουρκικού στρατού, σε μία επιχείρηση που υποτίθεται ότι προετοίμαζε για χρόνια και η οποία εξελισσόταν χωρίς πλήρως οργανωμένη αντίσταση. Όπως σημειώνουν οι καθηγητές κ.κ. Άγγελος Συρίγος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «αντιπροσωπευτικό στοιχείο της κακής οργανώσεως ήταν ότι τα αποβατικά πλοία που έπρεπε στις 20 Ιουλίου 1974 να πάνε στο Πεντεμίλι, έκαναν αρχικώς λάθος και προσέγγισαν άλλη ακτή, για να κατευθυνθούν στη συνέχεια ανενόχλητα στη σωστή. Επίσης, μία ημέρα μετά την εκδήλωση της εισβολής, η τουρκική αεροπορία βύθισε εκ λάθους ένα τουρκικό αντιτορπιλικό, το Κοτζάτεπε, και έπληξε σοβαρά δύο άλλα αντιτορπιλικά, εκλαμβάνοντας αυτά ως τμήμα ελληνικής
νηοπομπής που υποτίθεται ότι έσπευδε προς βοήθεια στην Κύπρο. Καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου έπαιξε η απόλυτη τουρκική κυριαρχία στους αιθέρες. Ωστόσο, από τη στιγμή που οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέστησαν και εδραίωσαν το προγεφύρωμά τους αποκρούοντας την ελληνική αντεπίθεση τη νύχτα της 20ής προς 21η Ιουλίου, ο αγώνας είχε ουσιαστικά κριθεί εις βάρος της ελληνικής πλευράς».
Κατάπαυση πυρός
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το ομόφωνο Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974, καλεί όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Ζήτησε επίσης να σταματήσει η ξένη στρατιωτική επέμβαση και να αποχωρήσουν οι ξένες δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί κατά παράβαση των διεθνών συμφωνιών. Τέλος, κάλεσε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να προχωρήσουν σε άμεση κατάπαυση ου πυρός. Την 22α Ιουλίου 1974, μετά από παρέμβαση και των ΗΠΑ, συμφωνήθηκε εκεχειρία. Ενδεικτικό της χαοτικής καταστάσεως που επικρατούσε στην Ελλάδα, είναι ότι από όλη την κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων ο μόνος που βρισκόταν στη θέση του για να διαπραγματευθεί την εκεχειρία ήταν ο αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού, Πέτρος Αραπάκης,
Από το 5% στο 37% του εδάφους
Σε εκείνη τη φάση οι Τούρκοι κατείχαν το 5% του κυπριακού εδάφους. Απείχαν από τους στόχους της επεμβάσεως. Είχαν όμως δημιουργήσει ένα ισχυρό προγεφύρωμα στο βόρειο τμήμα του νησιού. Κατείχαν πλέον εδαφική βάση που τους έδινε το δικαίωμα να μεταφέρουν χωρίς πρόβλημα στρατιωτικές ενισχύσεις διά θαλάσσης, βοηθούμενη και από την απόλυτη επικράτηση στους αιθέρες. Κι αυτό θα κάνουν. Η συμφωνία καταπαύσεως του πυρός δεν τηρήθηκε. Σχεδόν αμέσως οι Τούρκοι
άρχισαν να επεκτείνουν εκ νέου τα όρια του προγεφυρώματός τους. Η επόμενη ημέρα της ανακωχής, η 23η Ιουλίου 1974, ήταν η τελευταία για τη δικτατορία στην Ελλάδα και τον «αχυράνθρωπό» της στην Κύπρο, Νικόλαο Σαμψών. Στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας και συγκρότησε αμέσως κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Η Τουρκία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που έσπευσαν να στείλουν συγχαρητήριο τηλεγράφημα στη νέα κυβέρνηση, ενώ ως προεδρεύων της Κυπριακής Δημοκρατίας ανέλαβε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο πρόεδρος της κυπριακής Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης.
«Αττίλας 2» παραμονή του Δεκαπενταύγουστου
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ «τορπιλίζει» τις ειρηνευτικές συνομιλίες και στις 14 Αυγούστου ξεκινά η δεύτερη στρατιωτική επιχείρηση (Αττίλας 2») με 40.000 άνδρες και περίπου 230 άρματα, που θα κρατήσει τρεις ημέρες. Οι λίγες ελληνικές δυνάμεις (26 τάγματα πεζικού της Εθνικής Φρουράς, ΕΛΔΥΚ και ένοπλοι πολίτες) είχαν να αντιμετωπίσουν έναν άρτια εξοπλισμένο ΝΑΤΟϊκό στρατό με βαριά τεθωρακισμένα και αεροπορική κάλυψη. Το δε ηθικό των υπερασπιστών του νησιού ήταν καταρρακωμένο. Αποτέλεσμα ήταν να καταληφθεί συνολικά το 37.06% του κυπριακού εδάφους, να σκοτωθούν τουλάχιστον 2.000 άτομα, να αγνοούνται περίπου 1.500, να εκτοπιστούν από τα σπίτια τους 192.000 Ελληνοκύπριοι και να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στις περιοχές υπό τουρκική κατοχή 20.000 άλλοι. Μάλιστα 2.000 αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και κρατήθηκαν σε τουρκικές φυλακές. Σημειώθηκαν επίσης πολυάριθμες βιαιοπραγίες, μαζικές δολοφονίες, βιασμοί, βιαιοπραγίες, μαζικές δολοφονίες, καθώς και λεηλασίες περιουσιών.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με
πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.