Μαθητές στο πιο βίαιο λύκειο της Αμερικής οργανώνουν fight clubs, ενώ οι καθηγητές «κάνουν τα στραβά μάτια»
Μαθητές σε ένα από τα πιο βίαια λύκεια της Αμερικής, οι ιθύνοντες του οποίου ζήτησαν από την Εθνοφρουρά των ΗΠΑ να συμβάλει, ώστε να ελεγχθεί το χάος που επικρατεί, οργανώνουν λέσχες μάχης.
Όπως αναφέρει η «New York Post», συγκλονισμένοι οι εκπαιδευτικοί στο Λύκειο Μπρόκτον, 25 μίλια νότια της Βοστώνης, κλείνουν τα μάτια στη βία από φόβο για τη δική τους ασφάλεια, καθώς πολλά μέλη του προσωπικού έχουν έως τώρα ξυλοκοπηθεί βάναυσα σε παλαιότερες προσπάθειές τους να σταματήσουν τους καβγάδες.
«Τα παιδιά στήνουν καβγάδες μεταξύ δύο ατόμων από πλήξη. Βρίσκουν μια τοποθεσία για να τσακωθούν, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούν», είπε ο Τζαμάλ Γκούντινγκ, ένας ακτιβιστής στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης, που μίλησε με γονείς και μαθητές, αφού το συγκεκριμένο σχολείο έγινε πρωτοσέλιδο τον περασμένο Φεβρουάριο.
Ο Γκούντινγκ είπε ότι αυτές οι μάχες πυροδοτούν ακόμη περισσότερη βία στους διαδρόμους, ενώ δεν απέχουν πολύ από το να γίνουν θανατηφόρες.
«Τι συμβαίνει, όταν χάσεις τον αγώνα και πας στο σχολείο την επόμενη μέρα; Τότε είναι που αφήνεις τους φίλους σου να μπουν από την πίσω πόρτα και να αρπάξουν το άτομο που σε χτύπησε», είπε.
«Δεν έχουν καμία σχέση με καβγάδες της δικής μας γενιάς. Όχι, αν χάσεις, τώρα καταλήγουν στα όπλα», συμπλήρωσε.
Ο Κλιφ Κάναβαν, καθηγητής μαθηματικών στο σχολείο εδώ και 22 χρόνια, δεν είχε ακούσει για λέσχες μάχης, αλλά είπε στην «The Post» ότι δε θα τον εξέπληττε αν συνέβαιναν, καθώς οι καβγάδες είναι συνηθισμένοι στις αίθουσες του σχολείου.
Ο Κάναβαν, ο οποίος έσπασε το χέρι του την περασμένη σχολική χρονιά σε προσπάθειά του να σταματήσει μια επίθεση κατά την οποία μαθητές κλωτσούσαν στο κεφάλι έναν ήδη αναίσθητο συμμαθητή τους, είπε ότι η βία έχει γίνει τόσο έντονη που ο ίδιος και πολλοί από τους συναδέλφους του έχουν σταματήσει να προσπαθούν να επέμβουν, διαφυλάττοντας έτσι τη δική τους ασφάλεια.
«Αν είμαι στον διάδρομο και ξεσπάσει καβγάς, δεν μπλέκομαι. Γυρίζω και περπατάω από την άλλη πλευρά, γιατί δεν πρόκειται να βάλω τον εαυτό μου σε κίνδυνο και να τραυματιστώ ξανά σοβαρά», είπε.
Ο τραυματισμός του Κάναβαν ήταν μόνο ένας από τους πολλούς που υπέστησαν οι εκπαιδευτικοί του Μπρόκτον και σχετικά μικρότερος σε σύγκριση με ορισμένες άλλες επιθέσεις στο διδακτικό προσωπικό.
«Ένας φίλος μου, που ήταν δάσκαλος Φυσικών Επιστημών, είχε εμπλακεί σε καβγά μπροστά στην τάξη του πριν από αρκετά χρόνια. Μάλιστα, βρέθηκε στο έδαφος με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του τόσο δυνατά, που πραγματικά υπέστη εσωτερική βλάβη στην περιοχή του εγκεφάλου του», είπε ο Κάναβαν.
«Δεν θα μπορέσει ποτέ να εργαστεί ξανά ως καθηγητής. Δεν πρόκειται, απ’ όσο ξέρω, να οδηγήσει ξανά αυτοκίνητο. Περπατάει φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου και μοιάζει με ένα ηλικιωμένο άτομο. Αν δεν τα φορέσει, έχει πονοκεφάλους από το ηλιακό φως. Αυτό είναι φρικτό», συμπλήρωσε.
Ένας άλλος καθηγητής έσπασε τρεις δίσκους στην πλάτη του, όταν χτυπήθηκε στην προσπάθειά του να διαλύσει έναν καβγά και έμεινε χωρίς δουλειά για έναν ολόκληρο χρόνο», είπε ο Κάναβαν.
Επίσης, μια προπονήτρια, που ήταν επτά μηνών έγκυος, κατέληξε σε έναν τοίχο από μια μαθήτρια την οποία συνόδευε στο γραφείο του διευθυντή, επειδή είχε προκαλέσει φασαρίες.
«Γύρισε προς το μέρος της, την έσπρωξε και τη χτύπησε στον τοίχο. Αφού βγήκε σε άδεια μητρότητας, δεν επέστρεψε ξανά στο Μπρόκτον», πρόσθεσε ο ίδιος.
Κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης συνεδρίασης της σχολικής επιτροπής τον Φεβρουάριο, ο Κάναβαν και αρκετοί άλλοι καθηγητές περιέγραψαν το χάος, που αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα με τον έλεγχο των 3.500 μαθητών, που περιφέρονται στις σχολικές αίθουσες.
Οι καθηγητές ανέφεραν ότι είδαν μαθητές να τσακώνονται, να κάνουν διακίνηση και χρήση ναρκωτικών και, σύμφωνα με έναν από όλους, να κάνουν σεξ σε άδειες τάξεις.
Οι πρόσφατες ελλείψεις στον προϋπολογισμό και οι απολύσεις (περίπου 120 καθηγητές της Περιφέρειας απολύθηκαν πέρυσι), σύμφωνα με τον Κάναβαν άφησαν το σχολείο με σοβαρή έλλειψη προσωπικού. «Όσοι παραμένουν είναι αδύναμοι να διατηρήσουν την τάξη», είπε.
Σε ένα μέτρο απελπισίας, τέσσερα μέλη της Σχολικής Επιτροπής του Μπρόκτον ζήτησαν επίσημα από τον δήμαρχο της πόλης και την κυβερνήτη, Μάουρα Χίλι, να στείλουν στρατεύματα από την Εθνική Φρουρά, για να βοηθήσουν στην καταστολή του προβλήματος.
Η κυβερνήτης αρνήθηκε να στείλει τη φρουρά. Αντ’ αυτού διέθεσε κεφάλαια για έλεγχο της ασφάλειας, αλλά ο Κάναβαν είπε ότι η κίνηση αυτή ήταν «απίστευτα αποτελεσματική στο να κάνει τους ανθρώπους να κατανοήσουν το πρόβλημα».
«Όταν έσπασα για πρώτη φορά το χέρι μου, ήμουν τόσο απογοητευμένος από την κατάσταση και δεν είχα την υποστήριξη που χρειαζόμουν. Συνεπώς, έστειλα φωτογραφίες και μια περιγραφή του τι συνέβη σε διάφορα τοπικά πρακτορεία ειδήσεων», είπε ο Κάναβαν. «Και δεν έλαβα ούτε μια κλήση ή email. Τώρα ξαφνικά όλοι θέλουν να μου μιλήσουν», ανέφερε.
Όσο αποτελεσματικό κι αν ήταν για να τραβήξει την προσοχή, ο Κάναβαν χαρακτήρισε τη συμμετοχή της Εθνοφρουράς «ανόητη» και «βραχυπρόθεσμη λύση», επικαλούμενος έναν νόμο περί πειθαρχίας του 2012, στη Μασαχουσέτη, όπου το Κεφάλαιο 222, όπως ανέφερε, θα απέτρεπε τη φρουρά από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε πραγματικής ενέργειας.
Το κεφάλαιο 222 προβλέπει ότι οι συγκεκριμένες επεμβάσεις χρησιμοποιούνται μόνο ως «έσχατη λύση» για την πειθαρχία των μαθητών. Οι επικριτές του, μάλιστα, αναφέρουν ότι αναγκάζει τους δασκάλους/καθηγητές και τους διοικητικούς υπαλλήλους να περάσουν από επίπονα γραφειοκρατικά βήματα προτού μπορέσουν να επιφέρουν ουσιαστική πειθαρχία.
«Χειροπέδες ή περιορισμός της διοίκησης να πειθαρχεί αποτελεσματικά τους μαθητές;», αναρωτήθηκε ο Κάναβαν.
«Έχουν φτάσει σε σημείο τα παιδιά με τη χειρότερη συμπεριφορά να νιώθουν πιο ικανά από οποιονδήποτε άλλον, επειδή αισθάνονται ότι δε θα υπάρξουν αποτελεσματικές συνέπειες» συμπλήρωσε.
Ο Γκούντινγκ, ένας ακτιβιστής του Μπρόκτον, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Βοστώνη, συμφώνησε ότι η Εθνοφρουρά δε θα ήταν η απάντηση, ειδικά σε μία από τις πιο ιδιόρρυθμες πόλεις της Νέας Αγγλίας.
Το σώμα των μαθητών του Λυκείου Μπρόκτον αποτελείται από 61% μαύρους, 18% ισπανόφωνους και 13% λευκούς.
«Υπάρχει μεγάλη δυσπιστία στην κοινότητα με οποιονδήποτε έχει όπλο», είπε ο Γκούντινγκ, αναφερόμενος τόσο στην Αστυνομία όσο και στα μέλη της Εθνοφρουράς.
«Ένα από τα πράγματα που βλέπουμε από αυτούς τους νεαρούς ενήλικες αυτή τη στιγμή είναι τα ψυχολογικά τραύματα που υφίστανται καθημερινά», είπε.
Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στην πόλη την περασμένη Τρίτη, ο Γκούντινγκ προσφέρθηκε να στείλει 50 εθελοντές από τη μη κερδοσκοπική οργάνωσή του, People Affecting Community Change, για να βοηθήσουν στην κατάσταση αντί να επέμβουν εξωτερικές δυνάμεις όπως η Εθνική Φρουρά.
Ο Γκούντινγκ είπε ότι η προσέλκυση ανθρώπων από την κοινότητα θα είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων που μαστίζουν το Μπρόκτον.
Ο Κάναβαν, εντωμεταξύ, πιστεύει ότι η λύση είναι το σχολείο να αποσύρει το άρθρο 222 και να απαγορεύσει τα τηλέφωνα κατά τη διάρκεια της σχολικής ημέρας, κάτι που πιστεύει ότι συνέβαλε στην έξαρση της βίας, αφού οργανώνονται αντίποινα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Παρά τους άσχημους τίτλους γύρω από το Μπρόκτον, ο Κάναβαν και ο Γκούντινγκ είπαν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών δεν αποτελεί πρόβλημα.
«Όσα συμβαίνουν στο Μπρόκτον δεν πρέπει να επισκιάσουν την τεράστια επιτυχία που έχουμε με πολλούς από τους μαθητές, αφού δημιουργούμε μερικούς σπουδαίους αποφοίτους που πηγαίνουν στο κολέγιο ή στο εμπορικό σχολείο», είπε ο Κάναβαν, σημειώνοντας ότι το 95% των μαθητών είναι «υπέροχα παιδιά, που κάνουν το σωστό σε τακτική βάση».
«Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι είναι σωστό για αυτούς, γιατί το αξίζουν».
«Ωστόσο, τα προβλήματα παραμένουν άλυτα, και όλο και περισσότερα από αυτά τα καλά παιδιά συνεχίζουν να εγκαταλείπουν το σχολείο κάθε χρόνο. Το Μπρόκτον έχει τυπικά εγγεγραμμένους περίπου 4.300 μαθητές», είπε ο Κάναβαν, αλλά στα 22 χρόνια λειτουργίας του το μαθητικό σώμα έχει φτάσει σε ιστορικό χαμηλό.
«Ένα μεγάλο μέρος αυτού του φαινομένου οφείλεται στο ότι οι γονείς επιλέγουν να στείλουν τα παιδιά τους σε περιοχές κοντά στο Μπρόκτον, αλλά όχι σε αυτό. Γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη να στέλνουν τα παιδιά τους στο συγκεκριμένο σχολείο», ανέφερε εν τέλει ο καθηγητής.