Η πυρκαγιά στην Αν. Αττική, που στοίχισε τη ζωή σε μια 60χρονη φέρνει στο προσκήνιο με επιτακτικό τρόπο, το πόσο “ευάλωτος” είναι ο οικονομικός προγραμματισμός σε μια συγκυρία με ανοιχτά τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης. Κι όλα αυτά την ώρα που, όπως έχει καταδείξει η εμπειρία, τα ρίσκα ακόμη παραμένουν διαρκή, καθώς το καλοκαίρι αλλά και η περίοδος των έντονων, ενδεχόμενα, βροχοπτώσεων είναι μπροστά.
Με δεδομένο, δε, ότι το εγγεγραμμένο κονδύλι στον προϋπολογισμό του 2024 για Φυσικές Καταστροφές ανέρχεται μόλις σε 1 δισ. ευρώ, το μείζον ερώτημα είναι εάν αυτό θα είναι αρκετό, συνδυαστικά με τις καλύψεις από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες σε περιουσιακά στοιχεία της περιοχής. Ειδικά στο θέμα των κατοικιών, των αγροτοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και των επιχειρήσεων μένει να φανεί από την καταγραφή, εάν το συνολικό ύψος των απαιτούμενων αποζημιώσεων αλλά και το μέγεθος της κάλυψης που υπάρχει από τον ιδιωτικό τομέα θα μπορέσουν να στηρίξουν την ανάταξη των περιοχών.
Δημοσιονομικές μεταβλητές
Στο φόντο αυτό, η κυβέρνηση, την ώρα που ετοιμάζεται να “στήσει” την παλέτα της ΔΕΘ την ώρα, μια νέα καταστροφή, όπως και πέρυσι, ήλθε, πάντως, να υπενθυμίσει ότι η κλιματική κρίση, οι φυσικές καταστροφές έχουν προσθέσει μια κρίσιμη μεταβλητή στο δημοσιονομικό προγραμματισμό αλλά και στην διαμόρφωση της γενικότερης οικονομικής πολιτικής.
Τα βάρη των αποζημιώσεων, οι ανάγκες για πόρους για την πολιτική προστασία, για δράσεις πρόληψης αλλά και τα κεφάλαια που απαιτούνται για να γίνει ανάταξη υποδομών και ανάπτυξη νέων “θωρακίσεων” πλέον είναι πολλαπλά και θέτουν μεγάλες προκλήσεις επί τάπητος. Μάλιστα, με δεδομένες και τις μεγάλες καταστροφές από τις πυρκαγιές αλλά και τις υψηλές θερμοκρασίες που έχουν επιφέρει δραστική συρρίκνωση στην παραγωγή ειδών, που μέχρι πρότινος παρήχε, απλόχερα, η ελληνική γη οι προοπτικές δεν είναι καθόλου ευοίωνες.
Από πέρυσι άλλωστε τρέχουν τα «βάρη» των 3 δισεκ από Θεσσαλία & Έβρο. Επίσης, σύμφωνα με τα τμήματα αναλύσεων και πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, ήδη από το 2021, για την εκτίμηση των κινδύνων και του κόστους, με δεδομένα τα στοιχεία από τις πυρκαγιές του 2007 και των επιπτώσεων που εκδηλώθηκαν το 2008, το συνολικό άμεσο κόστος, τότε, υπολογιζόντα σε 1 δισ. ευρώ, ενώ το πραγματικό (με τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις σε κλάδους και νοικοκυριά) ανερχόταν σε 3 δισ. Αυτά με τους υπολογισμούς του 2021, οπότε και η καταστροφική πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη και την Β. Αττική, που κατέκαψε πάνω από 85.000 στρέμματα, την ώρα που η αντίστοιχη της ΒΑ Αττικής εκτιμάται ότι κατέκαψε περίπου 100.000 στρέμματα.
Σχετικό Άρθρο
Reportage
Η μόνη ερώτηση που πρέπει να γίνει για τη φωτιά στην Αττική
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση στις 10 Αυγούστου του 2021 ανακοίνωσε μέτρα ύψους 500 εκατ. ευρώ (0,3% του ονομαστικού ΑΕΠ) για αποζημίωση, αποκατάσταση και ανοικοδόμηση για τους πυρόπληκτους. Με βάση, δε, τότε ανάλυση της Moody’s οι καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 – οι χειρότερες στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας- προκάλεσαν εκτιμώμενη συνολική ζημιά κοντά στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ (1,3% του ονομαστικού ΑΕΠ). Εκτός από την άμεση δημοσιονομική στήριξη, σύμφωνα με όσα ανέφερε η Moody’s η διαταραχή που προκλήθηκε από τις πυρκαγιές, συμπεριλαμβανομένων διακοπών ρεύματος και νερού, η κακή ποιότητα του αέρα και το κλείσιμο των δρόμων είναι επίσης πιθανό να επηρεάσουν τον τουρισμό, που είναι πιστωτικά αρνητικό, επισημαίνει ο οίκος.
Η ΤτΕ
Χαρακτηριστικά, πάντως, των δυσκολιών που επιφέρουν στην οικονομία οι καταστροφές, τα όσα ανέφερε πριν λίγες μέρες σε ομιλία του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας στο Brussels Hellenic Network.
“Οι φυσικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι μετάβασης μπορούν να απειλήσουν τη σταθερότητα των τιμών, αλλά και να αποτελέσουν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και έτσι να επηρεάσουν και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής” τόνισε με έμφαση ο κ. Στουρνάρας. Ωστόσο ανέφερε ότι “ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή, εκτός από κινδύνους, μπορεί να δημιουργήσει και ευκαιρίες, καθώς οι απαιτούμενες επενδύσεις για έργα προσαρμογής θα φέρουν νέες, πιο αποτελεσματικές και περισσότερο βιώσιμες μορφές ανάπτυξης προς μια πιο ανθεκτική και πράσινη οικονομία. Η χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων αποτελεί ευκαιρία και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων πολιτών.”
Ο ESM
Στο μεταξύ, τα φαινόμενα πλημμυρών, αλλά και ανομβρίας σε πολλές περιοχές, πυρκαγιών, αυξομειώσεων στη θερμοκρασία, που καταγράφονται ήδη σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και δη της νοτίου, απότοκα της κλιματικής αλλαγής προβληματίζουν τον ESM, που σε πρόσφατη μελέτη που βασίζεται στα ευρήματα της Έκθεσης του European Environment Agency για το 2024, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ειδικά σε κράτη μέλη με μεγάλο χρέος.
“Οι φυσικοί κλιματικοί κίνδυνοι είναι εντονότεροι για τις χώρες του Νότου της ζώνης του Ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνονται αρκετές που έλαβαν στήριξη από τον ESM κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων. Όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την κλιματική αλλαγή όσο και οικονομικά τρωτά σημεία, όπως ο υψηλός λόγος Χρέους προς ΑΕΠ, η ενσωμάτωση της αξιολόγησης των κλιματικών κινδύνων είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον ESM”, επισημαίνει η ανάλυση, που προχωρά σε μέτρηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων.
Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι περιλαμβάνουν ακραία καιρικά φαινόμενα ή απότομες αλλαγές στους κανονισμούς και τις συνθήκες της αγοράς που επηρεάζουν βιομηχανίες έντασης άνθρακα, όπως η ενεργειακή βιομηχανία ή οι μεταφορές, με αποτέλεσμα την απώλεια περιουσιακών στοιχείων και τη διακοπή της παραγωγής.
Σχετικό Άρθρο
Reportage
Η έκθεση που έλαβε και αγνόησε η ελληνική κυβέρνηση για τις φωτιές
Υπό εξέταση είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι δυσμενείς μακροοικονομικές επιπτώσεις βλάπτουν τα δημόσια οικονομικά, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πρόσθετων δημοσιονομικών επιπτώσεων που προκαλούνται από ad-hoc αντιδράσεις πολιτικής που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αποκαλυπτικές είναι οι εκτιμήσεις για το πώς μια ασυνήθιστα σκληρή ξηρασία θα μεταφραζόταν σε πρόσθετες δημόσιες δαπάνες.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ESM, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι οφείλονται κυρίως στην αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές επιλογές και στη γενική δυσκολία ακριβούς ποσοτικοποίησης των κλιματικών κινδύνων. Το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών (NGFS) προβλέπει μακροοικονομικά αποτελέσματα τόσο για μια ομαλή όσο και για μια άτακτη μετάβαση από την εξάρτηση από τον άνθρακα, καθώς και για σενάρια με ανεπαρκή ή μηδενική δράση πολιτικής. Στις περισσότερες χώρες της ζώνης του Ευρώ, η κλιματική αλλαγή θα επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα ακόμη και με ένα σχέδιο ομαλής μετάβασης για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε καθαρό μηδενισμό έως το 2050, αλλά οι απώλειες θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες εάν οι φορείς χάραξης πολιτικής παραμείνουν αδρανείς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα τέτοιο, διόλου απίθανο, συμβάν “μεταφράζεται” σε αύξηση των δαπανών κατά 0,62% του ΑΕΠ και είναι η 4η μεγαλύτερη αύξηση κάτι που προφανώς επηρεάζει και το σενάριο βιωσιμότητας του χρέους.
Υπενθυμίζεται ότι άνοδος της θερμοκρασίας 1,2 έως 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι τα μέσα του αιώνα και κατά 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου μετά το 2060, σε σύγκριση με το 1971-2000, αύξηση των ημερών καύσωνα κατά 10 έως 15 μέρες έως το 2050 και κατά 30-50 μέρες έως το 2100, αν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κίνδυνος ερημοποίησης περίπου του 40% της Ελλάδας ιδίως στα ανατολικά και νότια τμήματα, είναι μερικές από τις ζοφερές προβλέψεις που προκύπτουν από την επικαιροποίηση της έκθεσης «Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα», που παρουσιάστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε οικονομικούς όρους, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα έως το τέλος του αιώνα υπολογίζεται σε 2,2 δισ. ευρώ τον χρόνο ή 1% του ΑΕΠ περίπου, σε σημερινές αξίες. Τα δάση που καίγονται, οι καλλιέργειες που καταστρέφονται, ο τουρισμός που θα μειώνεται όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία αντικατοπτρίζονται σε αυτό το κόστος.
Όπως παρατηρεί ο ESM, πολλές κυβερνήσεις και υπερεθνικοί φορείς αναπτύσσουν πολιτικές για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, δίνοντας κίνητρα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία απεξάρτησης από τον άνθρακα δημιουργεί μεταβατικούς κινδύνους, καθώς οι μη συντονισμένες και ξαφνικές αλλαγές πολιτικής μπορούν να εγκλωβίσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και να διαταράξουν τα δίκτυα παραγωγής, με αποτέλεσμα να υπάρξει κύμα απωλειών θέσεων εργασίας και να απειληθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.