Οικονομία

Ποιος φοβάται τον έλεγχο τιμών;

Μήπως ήρθε η ώρα να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να βάλουμε τη θέσπιση πλαφόν στις τιμές στην εργαλειοθήκη έκτακτης ανάγκης της οικονομίας; Η άνευ προηγουμένου άνοδος των τιμών της ενέργειας που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε μεγάλη ενδοσκόπηση στην Ευρώπη όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των παραδοσιακών πολιτικών οικονομικής σταθεροποίησης. Απαντώντας στο ενεργειακό σοκ, η ΕΕ επέβαλε ένα γενικό ανώτατο όριο τιμών στο φυσικό αέριο και αρκετά κράτη-μέλη έχουν ορίσει πλαφόν στα περιθώρια κέρδους, στις τιμές βασικών ειδών διατροφής και στα ενοίκια, ενώ έχουν επίσης επιβάλει φόρους στα υπερκέρδη.

Ωστόσο, παρά την ευρεία αποδοχή του ελέγχου των τιμών και την υποστήριξη ορισμένων διακεκριμένων οικονομολόγων, η mainstream οικονομική άποψη παραμένει διστακτική απέναντι σε πολιτικές που θα μπορούσαν να διαταράξουν τις τιμές. Η επιφυλακτικότητα ήταν εντονότερη από παντού στη Γερμανία, όπου η καθυστερημένη θέσπιση ανώτατων ορίων τιμών ίσως να έχει εκτεταμένες πολιτικές επιπτώσεις.

Σε μια πρόσφατη εργασία, υποστηρίζουμε ότι ο φόβος των οικονομολόγων προς τον έλεγχο των τιμών είναι αβάσιμος και μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. Η Γερμανία χρησιμεύει ως ένα χρήσιμο παράδειγμα, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησής της από το ρωσικό φυσικό αέριο και του άμεσου αντίκτυπου του ενεργειακού σοκ του 2022 στην οικονομία της.

Ενώ οι επικρατέστεροι γερμανοί οικονομολόγοι υποβάθμισαν τις επιπτώσεις του σοκ και αντιτάχθηκαν σε κάθε πολιτική που αποσκοπούσε στον έλεγχο του πληθωρισμού των τιμών της ενέργειας, η κρίση του 2022 είχε βαρύ τίμημα για την οικονομία και την κοινωνία της Γερμανίας. Οδήγησε σε βραχυπρόθεσμη απώλεια του 4% της παραγωγής, παρεμποδίζοντας την ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία και πυροδοτώντας μια οικονομική ύφεση εφάμιλλη τόσο της πανδημίας όσο και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.

Το 2022 ο πληθωρισμός στη Γερμανία εκτοξεύθηκε σε επίπεδα που είχαν να παρατηρηθούν από τη δεκαετία του 1970, ξεπερνώντας σημαντικά την αύξηση των ονομαστικών μισθών. Αυτό οδήγησε σε ετήσια μείωση των πραγματικών μισθών κατά 4% – τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Εκτός από αυτές τις βραχυπρόθεσμες απώλειες, υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι η ενεργειακή κρίση προκαλεί μακροπρόθεσμη ζημιά στη γερμανική οικονομία. Η ανάκαμψη παραμένει υποτονική, με την παραγωγή και τους πραγματικούς μισθούς, αντίστοιχα, να είναι σήμερα κατά 7% και 10% χαμηλότερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Γερμανία ήταν η μόνη ανεπτυγμένη οικονομία που κατέγραψε μείωση του ΑΕΠ το 2023, ενώ οι προβλέψεις ανάπτυξης για το 2024 και το 2025 είναι χαμηλότερες από εκείνες των περισσότερων άλλων συγκρίσιμων οικονομιών.

Σίγουρα, τα ανώτατα όρια τιμών θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο ως έσχατη λύση. Ενώ παρέχουν προσωρινή ανακούφιση, η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τα αξιοποιούν για την αντιμετώπιση ελλείψεων στην προσφορά. Η δημιουργία ρυθμιστικών αποθεμάτων βασικών εμπορευμάτων είναι προτιμότερη από το να βασίζεται κανείς αποκλειστικά σε προσωρινά μέτρα. Παρ’ όλα αυτά, το να κερδίσουμε χρόνο είναι καλύτερο από το να επιτρέψουμε στους κλυδωνισμούς του εφοδιασμού να προκαλέσουν καταστροφές στις οικονομίες και τις κοινωνίες μας.

Ο Τομ Κρεμπς είναι πρώην σύμβουλος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ. Η Ιζαμπέλα Μ. Γουέμπερ είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αμχερστ της Μασαχουσέτης

To Top