Ντόμινο εξελίξεων με πολύ οδυνηρές επιπτώσεις στη γαλλική οικονομία, είναι πιθανό να προκαλέσει η πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ στη Γαλλία.
Όπως τονίζει το Politico, η πολιτική αναταραχή στη χώρα έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στις ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τον ορατό κίνδυνο μίας νέας κρίσης χρέους που θα συμπαρασύρει ολόκληρη την Ευρωζώνη. Το κίνδυνο αυτό επισημαίνει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην έκθεση Financial Stability Review Νοεμβρίου.
Η ΕΚΤ έχει προσθέσει στο οπλοστάσιο ένα ειδικό πιστωτικό εργαλείο που κρίθηκε αναγκαίο λόγω της διόγκωσης των ελλειμμάτων στην ευρωζώνη κατά την περίοδο της πανδημίας. Το Transmission Protection Instrument (TPI), ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πρόγραμμα «επείγουσας» αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, με στόχο να κρατηθεί χαμηλά το κόστος δανεισμού. Σε αυτή τη διαδικασία, μπαίνουν φυσικά όλες οι κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος, που στο απευκταίο σενάριο μίας επίθεσης των αγορών στο χρέος της Γαλλίας, θα κληθούν να συμβάλλουν σε ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του γαλλικού Δημοσίου. Πόσο πιθανό είναι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Ο πήχης για τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ είναι ακόμα ψηλά και οι προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του μηχανισμού σίγουρα δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί, επισημαίνει το Politco.
Ωστόσο, με τις πολιτικές εξελίξεις να εξελίσονται με γρήγορους ρυθμούς και τις αγορές «με το δάχτυλο στη σκανδάλη» δεν θα ήταν κακή ιδέα μία προσομείωση της εφαρμογής του TPI.
Το εργαλείο επιτρέπει στην ΕΚΤ —υπό ορισμένες προϋποθέσεις— να αγοράζει κρατικά ομόλογα μεμονωμένων κρατών μελών για να εκτονώνει την πίεση του κόστους δανεισμού, διασφαλίζοντας έτσι ότι η ευρωζώνη δεν θα καταλήξει με επιτόκια δανεισμού και καταθέσεων που ποικίλλουν στην περιοχή.
Η υποβόσκουσα οικονομική κρίση στη Γαλλία, δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική αστάθεια που προέκυψε από την ψήφο δυσπιστίας στην κυβέρνηση Μπαρνιέ. Το υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας (άνω του 110% του ΑΕΠ) και τα ετήσια έξοδα τόκων που ξεπερνούν τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, χτυπούν καμπανάκια εδώ και αρκετό καιρό και αν οι αγορές θεωρήσουν τα γαλλικά ομόλογα ως επένδυση υψηλού ρίσκου, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ χειρότερες από την κρίση του ελληνικού χρέους, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι θα ακολουθήσει επίθεση και στα ιταλικά ομόλογα που είναι ο επόμενος μεγάλος «ασθενής».
#France‘s bond spread just made a new post-European Debt Crisis high.
The country faces bad options only.
More political turmoil.
Bigger budget deficits.
Good luck with that! pic.twitter.com/lmlH7niMxW— jeroen blokland (@jsblokland) December 2, 2024
Τεράστιο πλήγμα η απώλεια της «γαλλικής Αφρικής»
Σε όλα αυτά, ήρθαν να προστεθούν και οι αρνητικές για τη Γαλλία, γεωπολιτικές εξελίξεις στην Αφρική. Η μείωση της επιρροής της Γαλλίας στις πρώην αφρικανικές αποικίες της, που συχνά αποκαλούνται «Françafrique», είχε σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στη γαλλική Οικονομία. Η απέλαση γαλλικών στρατευμάτων και επιχειρήσεων από χώρες όπως το Μάλι, η Μπουρκίνα Φάσο και ο Νίγηρας έχει περιορίσει την πρόσβαση της Γαλλίας σε στρατηγικούς πόρους για τη βιομηχανία της, συμπεριλαμβανομένου του ουρανίου, ζωτικής σημασίας για τον ενεργειακό της τομέα. Επιπλέον, αυτές οι αλλαγές έχουν δημιουργήσει αβεβαιότητα στις μακροχρόνιες εμπορικές σχέσεις, επηρεάζοντας τόσο τις εισαγωγές όσο και τις εξαγωγές.
Οι κινήσεις των αφρικανικών χωρών προς την οικονομική ανεξαρτησία, που χαρακτηρίζονται από πρωτοβουλίες όπως το Pan-African Payment and Settlement System (PAPSS), υπονομεύουν περαιτέρω την οικονομική μόχλευση της Γαλλίας στην περιοχή. Αυτή η αλλαγή μειώνει την εξάρτηση πολλών αφρικανικών χωρών από το φράγκο CFA, ένα νόμισμα που συνδέεται με το ευρώ και ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τη Γαλλία, περιπλέκοντας την οικονομική και εμπορική ολοκλήρωση με την ήπειρο.
Επιπλέον, ο αυξημένος ανταγωνισμός από άλλους παγκόσμιους παίκτες, όπως η Κίνα και η Ρωσία στην Αφρική, έχει διαβρώσει την παραδοσιακή κυριαρχία της Γαλλίας. Αυτός ο ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με τις σοβαρές οικονομικές απώλειες από τη διακοπή του εμπορίου και της πρόσβασης σε πόρους, πιέζει την οικονομία της Γαλλίας και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τον φόβο πιθανής επίθεσης των αγορών στα γαλλικά ομόλογα.