Οικονομία

Πόσο τόπο πιάνουν τελικά τα επιδόματα

Περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια ευρώ έδωσε κυβέρνηση σε επιδόματα του ΟΠΕΚΑ (βασικά, οικογενειακά και κοινωνικά) το 2023, ενώ ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε σε συνέντευξή του την Πέμπτη ότι η κυβέρνηση δαπανά ετησίως περίπου 4 δισ. ευρώ σε επιδόματα. Σε τι βαθμό, όμως, πιάνουν τόπο αυτές οι δαπάνες;

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας στην ελληνική κοινωνία για το 2022, τα κοινωνικά επιδόματα αναλογούν σε μείωση του κινδύνου φτώχειας κατά μόλις 4,2%, ενώ την προηγούμενη χρονιά (2021) το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 4,8% και το 2020 σε 4%. Αντιθέτως, πολύ μεγαλύτερη είναι η συμβολή των συντάξεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας (22% το 2022, 22,5% το 2021 και 23,5% το 2020).

Απόδοση.

Στην ετήσια έκθεσή της για την ελληνική οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι χαμηλός, το οποίο σημαίνει πως η απόδοση των επιδομάτων δεν είναι στοχευμένη, με τα χρήματα να διαχέονται σε ευρύτερα εισοδηματικά στρώματα.

Για τον λόγο αυτό, η ΤτΕ προτείνει τη θέσπιση πιο προσεκτικών κριτηρίων επιλογής των δικαιούχων κοινωνικών δαπανών, η οποία θα πρέπει να συνδυαστεί με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής προκειμένου οι παροχές να κατευθύνονται προς όσους τις έχουν πραγματικά ανάγκη.

Τα επιδόματα πετυχαίνουν τον στόχο τους σε μεγαλύτερο βαθμό στους ανήλικους (0-17 ετών), καθώς γλιτώνουν το 6,6% του πληθυσμού από τον κίνδυνο της φτώχειας, από το 28,4% σε 21,8% του συνόλου (επιρροή επιδομάτων: 23%).

Στις ηλικίες 18-64, τα επιδόματα κατεβάζουν το ποσοστό της φτώχειας από το 22,8% στο 18,6% του πληθυσμού (επιρροή επιδομάτων: 18,5%). Στην τρίτη ηλικία (65+) η συνδρομή των επιδομάτων είναι μόλις 11%, μειώνοντας το ποσοστό της φτώχειας από 19,8% του συνόλου στο 17,6%.

Η μειωμένη επιρροή των επιδομάτων στους μεγαλύτερους ηλικιακά συμπολίτες εξηγείται από το γεγονός ότι η πλειονότητά τους λαμβάνει σύνταξη, η οποία βγάζει από τη φτώχεια 2 στους 3.

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τις μεγαλύτερες ανάγκες για περαιτέρω ενίσχυση έχουν οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας σε ποσοστό 37,1% μετά την καταβολή επιδομάτων.

Γεωγραφικά, τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας διατρέχουν οι κάτοικοι της Πελοποννήσου, της Δυτικής Ελλάδας και της Δυτικής Μακεδονίας, με ποσοστά άνω του 30%. Σημειώνεται ότι το κατώφλι της φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου εισοδήματος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εργάνης, και ανέρχεται σε 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.

Κι όλα αυτά, όταν η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πραγματική μείωση των εισοδημάτων από μισθούς από τη χρηματοπιστωτική κρίση μέχρι το 2022, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η μείωση αυτή ανέρχεται σε 30%, όταν η Ισπανία μετρά απώλειες 10%, ενώ η Ιταλία περίπου 8%.

Ακόμα λιγότερες η Ολλανδία και οριακές η Ιρλανδία. Οι υπόλοιπες χώρες εμφανίζουν αύξηση των πραγματικών μισθών, με την Πολωνία να βρίσκεται στην πρώτη θέση (αύξηση 30%).

To Top