Η επιστολή του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν για τις πρακτικές των πολυεθνικών εταιρειών μονοπώλησε σχεδόν, τη συνέντευξη του Άκη Σκέρτσου, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1. Συγχρόνως, πάντως, ο υπουργός Επικρατείας εξαπέλυσε επίθεση κατά των κομμάτων της αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας ότι οι προτάσεις τους «οδηγούν ξανά σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό» και γι’ αυτό «δεν πρέπει να λάβουν μια ισχυρή ψήφο».
Απαντώντας, αναλυτικά, στο ερώτημα του Γιώργου Κουβαρά, γιατί ελήφθη τώρα η σχετική πρωτοβουλία, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε πως αυτό συνέβη για δύο λόγους: αφενός είναι «το ζήτημα το οποίο απασχολεί περισσότερο από όλα την ελληνική κοινωνία, αλλά και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες». Αφετέρου «πρέπει να αντιμετωπίσουμε πιο μόνιμα και διαρθρωτικά προβλήματα λειτουργίας του ανταγωνισμού, όχι μόνο στην ελληνική αγορά αλλά και τις ευρωπαϊκές αγορές. Και εκεί, η συλλογική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ευρωπαϊκής οικογένειας είναι πάρα πολύ σημαντική».
Κάνοντας δε, λόγο για «ασυμμετρία δύναμης», παρατήρησε πως «υπάρχουν πολυεθνικοί κολοσσοί που μπορεί να έχουν τον ετήσιο τζίρο, ο οποίος ισούται με το ΑΕΠ της Ελλάδας ή μιας άλλης μεσαίας ευρωπαϊκής χώρας. Οι εταιρείες χρησιμοποιούν διασυνοριακές εμπορικές πρακτικές που ναι μεν δεν είναι παράνομες, οι οποίες όμως δεν μπορούν να ελεγχθούν και να κολασθούν ποινικά, διοικητικά από ένα μεμονωμένο κράτος μέλος. Η ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εδώ πολλά πράγματα να κάνει και δεν τα έχει κάνει ακόμη», αναγνώρισε ακόμη και θύμισε παλαιότερες κυβερνητικές δράσεις, επί παραδείγματι για το βρεφικό γάλα ή για τις παρεμβάσεις στις τιμές τιμοκαταλόγου.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Ά. Σκέρτσος προχώρησε και στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο ζητώντας «να συνδέσουμε τις ευρωεκλογές και το διακύβευμα αυτών των εκλογών με τις προτεραιότητες που θα θέσει η επόμενη Επιτροπή, η επόμενη ευρωβουλή».
Εξαπέλυσε, μάλιστα, επίθεση κατά των αντιπάλων της κυβέρνησης λέγοντας: «Η άρνηση και η αντίδραση της αντιπολίτευσης σε αυτό το μείζον ζήτημα και αυτήν την πολύ σημαντική θεσμική πρωτοβουλία που παίρνει ο πρωθυπουργός, δείχνει πόσο δεν θέλουν να συζητήσουν τα θέματα που αφορούν την ευρωπαϊκή κάλπη. Και, πως στην ουσία δεν θέλουν και δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τη συλλογική δύναμη της ΕΕ». Επιπλέον, κατηγόρησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι «κλαίνε με κροκοδείλια δάκρυα για την ακρίβεια», ενώ οι προτάσεις τους είναι «ανεύθυνες».
Ακολούθως προχώρησε στην εκτίμηση ότι «οι εταιρείες λαμβάνοντας το μήνυμα ότι αυτό το ζήτημα θα είναι προτεραιότητα της επόμενης Επιτροπής και της επόμενης ευρωβουλής […] μπορεί από μόνες τους να προθυμοποιηθούν και να μειώσουν τις τιμές».
Είναι «πάρα πολύ σημαντικό ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δείχνει ότι παίρνει γενναίες πρωτοβουλίες, δεν λογαριάζει το πολιτικό κόστος. Ακούμε και από την αντιπολίτευση να λένε ότι αυτή η κυβέρνηση είναι δέσμια των μεγάλων συμφερόντων, των μεγάλων επιχειρήσεων, των πολυεθνικών. Δεν έχω δει άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν, της Κεντροαριστεράς ή της Αριστεράς, να ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στις πολυεθνικές. Το κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος είναι πραγματιστής και υπεύθυνος πατριώτης. Ξέρει να χρησιμοποιεί τα ευρωπαϊκά εργαλεία εκεί που πρέπει, για να μπορέσει να λειτουργήσει υπέρ της προστασίας των εισοδημάτων των καταναλωτών και των ευρωπαίων πολιτών», υπογράμμισε επίσης.
Ενώ θύμισε την πρωτοβουλία, το 2020 προς 2021, του Έλληνα πρωθυπουργού με οκτώ ακόμη ομολόγους του για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, παρά τις «ισχυρές αντιδράσεις», που είχε συναντήσει τότε η εν λόγω πρωτοβουλία. Αλλά, συμπλήρωσε, «αυτή η πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού – με τη βοήθεια της Προέδρου κυρίας Φον ντερ Λάιεν – υιοθετήθηκε και έγινε πολιτική σε ένα χρόνο».
Σε άλλο σημείο, ο υπουργός Επικρατείας επικαλέστηκε στοιχεία της Eurostat για την ακρίβεια. Στοιχεία, τα οποία δείχνουν ότι «συνολικά ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 15,5% στην πενταετία, από το 2019 ως το 2023, στην Ελλάδα. Και, κατά 23,3% στην ΕΕ των “27”. Συνεπώς ως προς το συνολικό δείκτη πληθωρισμού έχουμε πετύχει μια καλύτερη απόδοση». Ενώ στα τρόφιμα «έχουμε την ακριβώς ίδια αύξηση στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η αύξηση είναι σημαντική, είναι 33%».
Βεβαίως, προσέθεσε, «τα εισοδήματα στην Ελλάδα είναι ακόμη χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά εισοδήματα. Όμως ταυτόχρονα η Ελλάδα είναι η χώρα που χάρη στην τριπλάσια – τετραπλάσια αύξηση της οικονομίας που έχουμε σημειώσει τα τελευταία χρόνια από την υπόλοιπη Ευρώπη», έχει καταφέρει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 27,5%. «Παραμένει χαμηλός, πρέπει να αυξηθεί και άλλο, αλλά χάρη στη δική μας πολιτική μπορεί και αυξάνεται», σχολίασε.
Εξ άλλου, πέρα από «τις αυξήσεις στα εισοδήματα, τις συντάξεις, τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, υπάρχει και το εργαλείο των ελέγχων. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχουν γίνει τόσοι πολλοί έλεγχοι και δεν έχουν επιβληθεί τόσα πολλά πρόστιμα, άνω των 20 εκατ. κυρίως σε μεγάλες εταιρείες για καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά».
Γυρνώντας δε, τέτοια εποχή πέρυσι και την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, είπε ότι «η εντολή που είχαμε λάβει, ήταν μια εντολή ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, του κράτους, της οικονομίας ώστε να γίνουμε πιο ευρωπαϊκή ως χώρα, ως θεσμική, δημοκρατική, οικονομική λειτουργία. Να κάνουμε άλματα προς το σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, γιατί έχουμε ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ ως χώρα τα προηγούμενα χρόνια από τα πειράματα από διάφορους λαϊκιστές».
Συγχρόνως, «πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος, να μην ξεχνάμε τις κακουχίες που περάσαμε την προηγούμενη δεκαετία, πόσο ταλαιπωρήθηκε η χώρα». Και, «αυτό το άθυρμα των ανεύθυνων προτάσεων που έρχονται από την αντιπολίτευση – οι οικονομικές προτάσεις των προγραμμάτων που ακούμε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι ανεύθυνες, οδηγούν ξανά σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό – δεν πρέπει να λάβουν μια ισχυρή ψήφο», ζήτησε ο υπουργός Επικρατείας που συνέχισε:
«Αυτό όντως θα τους δώσει τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το πρόγραμμα που έχει φέρει τριπλάσιο – τετραπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, 40% περισσότερες επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι 1%». Ένα πρόγραμμα που έφερε, επίσης, «πολύ σημαντικές εξαγωγές, ρεκόρ στον τουρισμό, αύξηση της μεταποίησης και της βιομηχανίας στη χώρα μας, αναβίωση του κατασκευαστικού κλάδου και μείωση της ανεργίας από το 17,5% στο 10%. Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα της αγοράς εργασίας δεν είναι η ανεργία, είναι το πώς οι επιχειρήσεις θα βρουν εργαζόμενους», ανέφερε κλείνοντας ο ‘Α. Σκέρτσος.