Το νέο αυστηρότερο πλαίσιο, υπό το οποίο θα εποπτεύονται από τη νέα χρονιά οι ευρωπαϊκές τράπεζες, παρουσίασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στούρναρας κατά τη διάρκεια της Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Ο κεντρικός τραπεζίτης χαρακτήρισε το θέμα εξαιρετικά σημαντικό για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και αναφέρθηκε στις προκλήσεις που καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες λόγω των περιβαλλοντικών κινδύνων και της κλιματικής αλλαγής.
Όπως εξήγησε, από τη μία πλευρά, οι φυσικές καταστροφές, που ενισχύονται σε συχνότητα και ένταση, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένες επισφάλειες λόγω ζημιών σε περιουσίες και επιχειρήσεις και απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα, η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, οι τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και οι μεταβολές στις προτιμήσεις των επενδυτών και των καταναλωτών, αποτελούν πρόκληση.
Επομένως, ανέφερε, οι τράπεζες απαιτείται να κατανοήσουν αυτούς τους κινδύνους και σταδιακά να τους ενσωματώσουν στη διακυβέρνηση, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και στην πιστοδοτική πολιτική τους.
«Ήδη, το νέο εποπτικό πλαίσιο που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025 σηματοδοτεί την πορεία προς την περαιτέρω ενσωμάτωση των θεμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα στις λειτουργίες των τραπεζών. Απαιτεί μάλιστα από τις τράπεζες, μεταξύ άλλων, να καταρτίσουν συγκεκριμένα σχέδια μετάβασης προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, τα οποία θα τους επιτρέψουν να διαχειριστούν τους κινδύνους, αλλά και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα προκύψουν από αυτή τη διαδικασία προσαρμογής» συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας.
Οι ευκαιρίες για επενδύσεις
Σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, τόνισε πως οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούνται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πράσινη ανάπτυξη μπορούν να αποτελέσουν πηγή εσόδων για τις τράπεζες, οι οποίες καλούνται να στηρίξουν την οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση.
«Ως παράδειγμα αναφέρω την παροχή χρηματοδότησης για την ανάπτυξη δικτύων και πράσινων υποδομών, για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, καθώς και την παροχή δανείων για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων» ανέφερε σχετικά.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, προκειμένου οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαδραματίσουν αποτελεσματικά το ρόλο τους στη μεταβαλλόμενη αυτή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, «είναι απαραίτητο να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους στους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους. Πέρα από τις άμεσες και εμφανείς συνέπειές της, η κλιματική αλλαγή χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα, μακρό χρονικό ορίζοντα εκδήλωσης και μη γραμμικότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντικός κίνδυνος υποεκτίμησης των επιπτώσεών της, ιδιαίτερα σε περιόδους ‒ όπως αυτή που διανύουμε ‒ που η συχνότητά τους είναι πιο πιθανό να αυξηθεί».
Έγκαιρη προετοιμασία
Υπό αυτές τις συνθήκες, υποστήριξε πως η Τράπεζα της Ελλάδος δίνει μεγάλη έμφαση στην ευαισθητοποίηση και στη σωστή και έγκαιρη προετοιμασία των τραπεζών όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. «Τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κλιματικούς παράγοντες στο πλαίσιο των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, κατά τη διαμόρφωση της εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και να τους ενσωματώνουν στις επιχειρηματικές αποφάσεις και πολιτικές τους».
Κλείνοντας την τοποθέτησή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υπογράμμισε πως «η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Οι επιπτώσεις της είναι σημαντικές και επηρεάζουν όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας».
Όπως είπε, «όλες οι τράπεζες, ανεξάρτητα από το μέγεθος και το επιχειρηματικό τους μοντέλο, πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς όφελος των πελατών τους, των επιχειρήσεων και του περιβάλλοντος. Είμαι πεπεισμένος ότι, με τη συστηματική προετοιμασία και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο και ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα».