Συνεχίζει να δείχνει τα “δόντια” της ακρίβεια καθώς, παρά, την οριακή επιβράδυνση καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο εφέτος στον ρυθμό ανόδου του πληθωρισμού, καθώς αυξήθηκε 2,9% από 3% τον Αύγουστο, πολλά βασικά είδη “τραβούν την ανηφόρα”.
Το σημαντικό είναι ότι σε σχέση με την πορεία του πληθωρισμού τέτοιαν εποχή πέρυσι, υπάρχει διπλασιασμός της ταχύτητας ανόδου, καθώς το Σεπτέμβριο του 2023 ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ήταν στο 1,6%. Βέβαια, η σύγκριση γινόταν με τον Σεπτέμβριο 2022, που οι τιμές είχαν φρενήρη πορεία, ωστόσο και πάλι, όπως φαίνεται, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία το τι επικρατεί φέτος.
Επίσης, φαίνεται, ότι από μήνα σε μήνα ο ρυθμός μένει σταθερά ανοδικός. Έτσι, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 1,8% τον Σεπτέμβριο 2024 σε σύγκριση με τον Αύγουστο 2024, έναντι αύξησης επίσης 1,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους.
Όσον αφορά, δε, στον εναρμονισμένο πληθωρισμό, (το “καλάθι” που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ) αυτός παρουσίασε αύξηση 3,1% τον Σεπτέμβριο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2023, έναντι αύξησης 2,4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2023 με το 2022. Ενώ, σε μηνιαία σύγκριση παρουσίασε αύξηση 1,8%, έναντι αύξησης 1,9% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους.
Ουσιαστικά, η Ελλάδα, με βάση τη Eurostat, παραμένει ψηλά στην Ευρωπαϊκή κλίμακα ακρίβειας, ούσα στην τέταρτη θέση σε σχέση με τον ρυθμό ανόδου των τιμών μετά το Βέλγιο (4,5%), την Ολλανδία (3,3%), την Εσθονία (3,2%). Κροατία και η Ελλάδα με 3% και οι δύο μοιράζονται την ίδια θέση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ επιβραδύνθηκε κάτω από τον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για πρώτη φορά από το 2021 -ενισχύοντας τα στοιχήματα των επενδυτών ότι τα επιτόκια ενδέχεται να μειωθούν ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Τον Αύγουστο ο ετήσιος πληθωρισμός της ευρωζώνης ήταν στο 2,2%. Ωστόσο η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί.
Με βάση, δε, το νέο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025-2028, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί στο 2,8% το 2024, κάτι που όμως απαιτεί ραγδαία αποκλιμάκωση των τιμών τους επόμενους μήνες.
Υπηρεσίες και είδη με τιμές “φωτιά”
Σε αυτό το φόντο και τον προηγούμενο μήνα σημαντικές ανατιμήσεις υπήρξαν σε ένα έτος στην ενέργεια (φυσικό αέριο +20,2% και ηλεκτρισμός +11,3%), ενώ ξεχωρίζουν και αυτές σε ενοίκια κατοικιών (5,4%), πακέτο διακοπών (7,3%) και ένδυση- υπόδηση (4,4%). Στα είδη διατροφής, «πρωταθλητής» συνεχίζει να είναι το ελαιόλαδο (38,9%). Παράλληλα, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Αυγούστου, οι νέες κυριότερες ανατιμήσεις σημειώθηκαν σε πουλερικά (2,5%), φρούτα νωπά (9,1%), λαχανικά νωπά (7,3%), πατάτες (4,2%), φυσικό αέριο (7,4%), ενοίκια (1,4%) και ηλεκτρισμό (1%).
Επίσης σε σειρά άλλων υπηρεσιών καταγράφονται “κρυφά βάρη”, δηλαδή αυξήσεις που δεν τυγχάνουν τόσο πολύ της δημοσιότητας. Έτσι, σε Υγεία και Παιδεία οι αυξήσεις ήταν σημαντικές, πάνω από το Γενικό Δείκτη, κάτι που δοθείσης της συγκυρίας καταδεικνύει την πίεση που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Πιο συγκεκριμένα, το Σεπτέμβριο καταγράφηκε αύξηση 3,7% στην ομάδα «Υγεία», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε φαρμακευτικά προϊόντα, ιατρικά προϊόντα, ιατρικές οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες, νοσοκομειακή περίθαλψη. Επίσης, 3,5% στην ομάδα «Εκπαίδευση», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε δίδακτρα προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δίδακτρα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δίδακτρα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Παράλληλα καταγράφηκε αύξηση 3,6% στην ομάδα «Άλλα αγαθά και υπηρεσίες», λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε κομμωτήρια και καταστήματα προσωπικής φροντίδας, άλλα προσωπικά είδη, ασφάλιστρα υγείας, ασφάλιστρα οχημάτων. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών στα άλλα είδη ατομικής φροντίδας.
Ειδικότερα, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2024 και Σεπτεμβρίου 2023 υπήρξαν ανατιμήσεις σε: Ψωμί (1,2%), Κρέατα- γενικά (2%), Ψάρια νωπά (9,9%), Ελαιόλαδο (38,9%), Φρούτα- γενικά (7,7%), Λαχανικά διατηρημένα ή επεξεργασμένα (2,1%), Ζάχαρη- σοκολάτες- γλυκά- παγωτά (5,6%), Μεταλλικό νερό- αναψυκτικά- χυμούς φρούτων (6,5%) και Αλκοολούχα ποτά- μη σερβιριζόμενα (3,4%).
Επίσης, σε: Ένδυση και υπόδηση (4,4%), Ενοίκια κατοικιών (5,4%), Επισκευή και συντήρηση κατοικίας (4,1%), Ηλεκτρισμό (11,3%), Φυσικό αέριο (20,2%), Πετρέλαιο θέρμανσης (6,3%), Έπιπλα και διακοσμητικά είδη (3,6%), Οικιακές υπηρεσίες (4,4%), Φαρμακευτικά προϊόντα (4,9%), Ιατρικά προϊόντα (3,7%), Ιατρικές- οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες (1,8%), Νοσοκομειακή περίθαλψη (4%), Αυτοκίνητα καινούργια (2,1%), Ανταλλακτικά και αξεσουάρ αυτοκινήτου (2,9%), Συντήρηση και επισκευή εξοπλισμού προσωπικής μεταφοράς (3,7%), Άλλες υπηρεσίες σχετικές με την προσωπική μεταφορά (0,9%), Μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο (36,4%), Τηλεφωνικές υπηρεσίες (0,7%), Εξοπλισμό επεξεργασίας πληροφοριών (5,2%), Μικρά είδη αναψυχής- άνθη- κατοικίδια ζώα (2,2%), Ψυχαγωγικές και πολιτιστικές υπηρεσίες (2,1%), Εφημερίδες- βιβλία και χαρτικά είδη (3,1%), Πακέτο διακοπών (7,3%), Προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση (3%), Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (3,7%), Τριτοβάθμια εκπαίδευση (5,4%), Εστιατόρια- ζαχαροπλαστεία- καφενεία- κυλικεία (5,7%), Κομμωτήρια και καταστήματα προσωπικής φροντίδας (5%), Άλλα προσωπικά είδη (8,1%), Ασφάλιστρα υγείας (14%) και Ασφάλιστρα οχημάτων (5,6%).
Αντίθετα, οι τιμές μειώθηκαν σε: Πίτσες και πίτες (9,1%), Ζυμαρικά (5,9%), Τυριά (1,4%), Στερεά καύσιμα (2,7%), Είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού (5,5%), Αυτοκίνητα μεταχειρισμένα (3,4%), Καύσιμα και λιπαντικά (12,6%), Εξοπλισμό επεξεργασίας ήχου και εικόνας (9,4%), Διαρκή αγαθά αναψυχής και πολιτισμού (2,4%) και Άλλα είδη ατομικής φροντίδας (0,6%).
Η ΟΚΕ
Στο μεταξύ, η Ολομέλεια της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) συνεδρίασε την Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου 2024, προκειμένου να εκφράσει Γνώμη Πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών του αυξημένου κόστους διαβίωσης και παραγωγής και τις προτάσεις κοινωνικών εταίρων.
Η Ο.Κ.Ε. με τη Γνώμη, που συνέταξε, αναδεικνύει τις σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που έχουν ανακύψει από τις σταθερά αυξανόμενες τιμές στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και αποπειράται να μελετήσει καλές πρακτικές και μέτρα πολιτικής που θα ήταν σημαντικό να ληφθούν σε θεσμικό και ρυθμιστικό επίπεδο, προκειμένου να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα και να επανέλθουν οι αναπτυξιακές προοπτικές σε ένα περιβάλλον με λιγότερους πληθωριστικούς κινδύνους.
Σταχυολογώντας τα σημαντικότερα από αυτά, η Ο.Κ.Ε. καταλήγει σε ορισμένες προτάσεις που σκοπό έχουν την άμβλυνση του φαινομένου της ακρίβειας, τη βελτίωση της θέσης των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής και βιομηχανίας. Συγκεκριμένα, αναφορικά με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού η Ο.Κ.Ε. εστιάζει στη μείωση των έμμεσων φόρων σε βασικά αγαθά, στον αποτελεσματικότερο έλεγχο της αγοράς, στην διαφάνεια στις τιμές και στην παρακολούθηση τομέων που συνεισφέρουν σημαντικά στην πληθωριστική κλιμάκωση και επιδρούν αντιαναπτυξιακά (όπως π.χ. η ενέργεια, οι κατασκευές, τα επιτόκια).
Παράλληλα, προτείνονται μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων και την ενίσχυση των εισοδημάτων, με εντατικοποίηση της προσπάθειας αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων και των αμοιβών, σύμφωνα με τα οικονομικά μεγέθη της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς και μέτρα για την ανάδειξη νέων κινήτρων για την τόνωση της απασχόλησης ημεδαπών και αλλοδαπών σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας. Μέρος της προσπάθειας αυτής θα πρέπει να αποτελεί και η μείωση της επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές της μισθωτής εργασίας, που για εργαζόμενους μέσου και ανώτερου εισοδήματος (οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των επιχειρήσεων και η αύξηση του αριθμού των οποίων είναι προϋπόθεση αύξησης του μέσου μισθού) παραμένουν από τις υψηλότερες στον ΟΟΣΑ και την ΕΕ.
Με βάση την ΟΚΕ, “οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα για το 2022, ανέρχονταν σε ποσοστό μόλις 0,3%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδας, μη δικαιολογώντας, την επίδραση του μισθολογικού κόστους στις αυξήσεις τιμών. Τους πρώτους 9 μήνες του 2023, σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του Δεκεμβρίου 2023 του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας, το κόστος εργασίας αυξήθηκε, κατά ποσοστό 3,6%, πολύ χαμηλότερα, δηλαδή, από τον πληθωρισμό των τροφίμων. Επίσης, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στοιχεία της AMECO) η ονομαστική αμοιβή ανά εργαζόμενο το 2022 αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 3% και το 2023 κατά 5,3%, ποσοστά που και πάλι υπολείπονται σημαντικά της αύξησης των τιμών.”
Παράλληλα η ΟΚΕ εστιάζει και αυτή σε “κρυφά βάρη” και αναφέρει ότι “η αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών επέδρασε σημαντικά στο κόστος χρήματος για τα νοικοκυριά και ιδιαίτερα τους δανειολήπτες με πρώτη κατοικία. Οι, δε, υψηλές διαφορές επιτοκιακών περιθωρίων επηρεάζουν σημαντικά τη θέση των καταναλωτών και αποταμιευτών. Αντίστοιχη επίπτωση έχουν τα υψηλά επιτόκια, οι προμήθειες και οι τραπεζικές χρεώσεις βεβαίως και στις επιχειρήσεις, τους αυτοαπασχολούμενους και τους καταναλωτές (πρόσφατα ανακοινώθηκαν χρεώσεις και συνδρομές για τήρηση λογαριασμού και χρήση της υπηρεσίας IRIS).”
Επιπρόσθετα, όπως τονίζεται, τα τελευταία χρόνια το κόστος στέγασης αυξάνεται σημαντικά και δυσανάλογα με το επίπεδο των μισθολογικών αυξήσεων, εξαιτίας της αύξησης της ζήτησης για κατοικία, της ανόδου αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων, της ανόδου των ενοικίων, της αύξησης των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, της αύξησης του κόστους κατασκευών και της αύξησης του κόστους ενέργειας. Υπολογίζεται ότι στα νεότερα νοικοκυριά το κόστος στέγασης απορροφά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Επίσης, για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, επιτακτική θεωρείται η υλοποίηση του σχεδιασμού για την αποκατάσταση των ζημιών σε φυσικό και ζωικό κεφάλαιο, ειδικά στις Περιφέρειες που επλήγησαν από τις φυσικές καταστροφές (με πιο πρόσφατη την Περιφέρεια της Θεσσαλίας), η πραγματοποίηση επενδύσεων για την προστασία από τις φυσικές καταστροφές, η ενίσχυση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο κλάδο αγροδιατροφής και τροφίμων, η χρηματοδότηση παρεμβάσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση και την αυτονομία της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά και ο σχεδιασμός για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, με βάση την ΟΚΕ, ιδιαίτερη πρόκληση για τα νοικοκυριά, αλλά και τις επιχειρήσεις αποτελεί η πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες, όπως το internet, ειδικά καθώς πλέον ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η διασύνδεση του καταναλωτή με τις ψηφιακές αγορές και την πληροφορία- που διατίθεται στο διαδίκτυο και που του επιτρέπει να συγκρίνει τιμές και να προβαίνει σε πιο συμφέρουσες επιλογές- αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Το πρόβλημα με το ακριβό κόστος επικοινωνιών και διαδικτυακών συνδέσεων στη χώρα μας έχει επισημανθεί και πριν την πληθωριστική κρίση και έχει προκαλέσει ακόμα και παρεμβάσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών υφίστανται συγκεκριμένες συνθήκες αγοράς που οδηγούν τους καταναλωτές σε λιγότερο αποτελεσματικές και οικονομικές επιλογές, καθώς σε ορισμένες περιοχές δεν έχουν εναλλακτικές λύσεις, ενώ η ποιότητα των συνδέσεων και οι ταχύτητες είναι εξαιρετικά υποδεέστερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί ότι από τα στοιχεία της ΕΕΤΤ, που δημοσιεύονται κάθε εξάμηνο προκύπτει ότι υπάρχει ταχεία και σταθερή τάση μείωσης του κόστους των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα τελευταία 4 χρόνια στην χώρα μας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Άλλωστε, η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες επιβάλλεται ειδικός φόρος στις επικοινωνίες, με αποτέλεσμα η συνολικά πολύ υψηλή έμμεση φορολογία που έχει διαμορφωθεί να επιβαρύνει τελικά τους καταναλωτές.
Όπως αναφέρεται, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας ότι η ακρίβεια εξελίσσεται δυναμικά και έχει σημαντικές προεκτάσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, προτίθεται να αναλάβει κατά το προσεχές διάστημα να συμπεριλάβει στο γνωμοδοτικό της έργο σε επίπεδο πρωτοβουλίας την ανάλυση ειδικών πτυχών του φαινομένου, τόσο σε επίπεδο τομέων/κλάδων, όσο και κατά το σκέλος που αφορά στις επιμέρους επιπτώσεις στα νοικοκυριά και τους καταναλωτές.
Δαπάνες νοικοκυριών
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης του ΙΕΛΚΑ η δαπάνη κατά κεφαλήν σε είδη παντοπωλείου διαμορφώθηκε το 2023 στα 2,144 ευρώ αυξημένη κατά 3,37% σε σχέση με το 2022 κάτι που αποδίδεται στον συνδυασμό των ανατιμήσεων και της μείωσης στον όγκο αγορών των νοικοκυριών, και κατά 10,69% σε σχέση με το 2009 τη χρονιά πριν την έναρξη της πρώτης δημοσιονομικής κρίσης. Με βάση τα στοιχεία αυτά εκτιμάται ότι η συνολική δαπάνη των Ελλήνων για είδη παντοπωλείου το 2023 ανέρχεται σε 21,6 δις ευρώ (έναντι 22,1 δις ευρώ το 2009).
Υπενθυμίζεται, ότι με βάση το ΙΕΛΚΑ, τα ενοίκια κατέγραψαν την μεγαλύτερη αύξηση το 2023 κατά 16%, αλλά ο ηλεκτρισμός έχει την μεγαλύτερη αύξηση διαχρονικά κατά 74% σε σχέση με το 2009. Σημειώνεται όμως ότι αυτές οι αυξήσεις δεν ακολούθησαν την πορεία της κατανάλωσης και έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την αξία των αγορών αυτών.