Προχθές η Δώρα, χθες η Γαρυφαλλιά, και η λίστα της ντροπής μεγαλώνει δραματικά, αντανακλώντας μια θλιβερή πραγματικότητα. Πριν ακόμη φύγει το 2024, η Ελλάδα καταγράφει ήδη 13 γυναικοκτονίες – μια αδιάκοπη αλυσίδα τραγωδιών που αποκαλύπτει την αναγκαιότητα να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί το έμφυλο έγκλημα. Κάθε περίπτωση δεν είναι απλώς ένας αριθμός, αλλά μια ζωή που χάθηκε εξαιτίας βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων και κοινωνικών ανισοτήτων. Η γυναικοκτονία, ως όρος, έρχεται για να δώσει όνομα σε αυτό το συστημικό φαινόμενο που ενσαρκώνει τον έμφυλο μισογυνισμό και τον θεσμικό σεξισμό, και να απαιτήσει από την κοινωνία την αποδοχή και την αντιμετώπισή του ως παγιωμένο κοινωνικό πρόβλημα.

Τι σημαίνει ο όρος γυναικοκτονία 

Ο όρος γυναικοκτονία εμφανίστηκε για πρώτη φορά πριν από περίπου δύο αιώνες, στο βιβλίο του 1801 «A Satirical View of London at the Commencement of the 19th Century» για να δηλώσει τον φόνο μιας γυναίκας, ενώ το 1848 εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε λεξικό (το Wharton’s Law Lexicon). Έκτοτε έχουν υπάρξει αρκετοί ορισμοί εκ των οποίων κάποιοι συμπεριλαμβάνουν περισσότερες ή λιγότερες λεπτομέρειες, όπως το κίνητρο του γυναικοκτόνου (μίσος, περιφρόνηση, σεξουαλική ικανοποίηση) ή το συναίσθημά του (όπως το αίσθημα κυριότητας, ανωτερότητας, εξουσίας ή ιδιοκτησίας πάνω στη γυναίκα) ή τη φύση της γυναίκας-θηλυκού (καθώς, μεταξύ άλλων, μπορεί να πρόκειται για κορίτσι, βρέφος ή άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως γένους θηλυκού). 

Ωστόσο, σύμφωνα και με την Νταϊάνα Ράσελ (Diana E. H. Russell), μία από τις πρώτες φεμινίστριες που ασχολήθηκαν με τον όρο, ο ορισμός της γυναικοκτονίας είναι: Η δολοφονία γυναικών από άνδρες επειδή είναι γυναίκες. 

Αυτό σημαίνει ότι, όταν το φύλο του θύματος δεν παίζει κάποιο ρόλο για τον δράστη, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με γυναικοκτονία αλλά με δολοφονία. 

Γιατί ακτιβίστριες πασχίζουν να κατοχυρωθεί νομικά και κοινωνικά ο ορισμός; 

Στην Ελλάδα ο όρος γυναικοκτονία δεν είναι ευρέως γνωστός και δεν είναι και επισήμως αναγνωρισμένος από το κράτος, παρόλο που και ο ίδιος ο ΟΗΕ τάσσεται υπέρ της αναγνώρισής του και της νομικής κατοχύρωσης του όρου. Γιατί όμως ο κόσμος, οι ακτιβίστριες, οι φεμινίστριες, οι πολιτικοί και πολλοί άλλοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να θεσμοθετηθεί ο όρος; Η σύντομη απάντηση είναι γιατί πρέπει να λέμε ένα έγκλημα με το όνομά του.

Πρόκειται για ένα μαζικό, ιστορικό φαινόμενο που πρέπει να γίνει ορατό και να αναγνωριστεί, ώστε να πάψει να επικρατεί η εντύπωση ότι για τους θανάτους αυτών των γυναικών έφταιγε «η κακιά στιγμή», «το πάθος» ή κάτι άλλο εκτός από τον σεξισμό. Ο ορισμός γυναικοκτονία αποτελεί και μία ερμηνεία της δολοφονίας με έμφυλο πρόσημο που αποκαλύπτει τις αιτίες του εγκλήματος αλλά και την καταπίεση των γυναικών λόγω φύλου, ως αποτέλεσμα των κοινωνικών και πολιτισμικών ανισοτήτων που αντιμετωπίζουν τα άτομα με θηλυκές ταυτότητες.

Ο όρος γυναικοκτονία δηλαδή αποκαλύπτει τον γενικότερο θεσμικό σεξισμό (τις ευρύτερες κοινωνικές πιέσεις, προκαταλήψεις, έμφυλες διακρίσεις, σεξουαλικές παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις, τη λεκτική και σωματική βία, τον κοινωνικό ρατσισμό) που επηρεάζει τις γυναίκες και κορυφώνεται στις γυναικοκτονίες. Αντίστοιχα, η αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως αυτοτελές έγκλημα θα μπορούσε να συμβάλει στην αναγνώριση του φαινομένου και στην κοινωνική και νομική αντιμετώπισή του ως ξεχωριστής μορφής βίας που απορρέει από παγιωμένες ανισότητες και σεξισμό.

Μιλώντας στο Newsbeast το 2021 η δικηγόρος Μίνα Καούνη είχε δηλώσει σχετικά:

«Οι λέξεις έχουν υπόσταση και δύναμη, κουβαλούν και αντανακλούν την τοποθέτηση της κοινωνίας, η οποία είναι βαθιά σεξιστική και αλλάζει πολύ αργά και βασανιστικά. Για την καταγωγή και το περιεχόμενο της λέξης γυναικοκτονία έχουν γραφτεί άπειρα άρθρα, υπάρχουν αναλύσεις και μελέτες σε πολυάριθμες σελίδες στο ίντερνετ τόσο λεξιλογικά όσο και κοινωνικά, έχει υπάρξει αντικείμενο διδακτορικών διατριβών».

Γιατί ξενίζει ο όρος γυναικοκτονία;

«Ο όρος feminicídio (γυναικοκτονία), που υποδηλώνει το μισογυνικό έγκλημα, είναι ένας πολιτικός νεολογισμός που ξενίζει ακριβώς επειδή αναταράσσει την πατριαρχική γραμματική, για να πει και να ακουστεί: όχι πια έμφυλη κυριαρχία», όπως πολύ σωστά είχε δηλώσει η ανθρωπολόγος Αθηνά Αθανασίου σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Η εποχή», εννοώντας ότι με τη χρήση του όρου δημιουργείται αυτομάτως ένα ισχυρό αίτημα για αναγνώριση και αντίσταση στην έμφυλη βία, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με προσπάθειες εδραίωσης πατριαρχικών δογμάτων και αντιλήψεων.

Όσον αφορά την άρνηση του όρου από ορισμένους, στην ίδια συνέντευξη η δικηγόρος Μίνα Καούνη είχε πει σχετικά ότι «δεν είναι αθώα, αλλά συνιστά συγκεκαλυμμένο μισογυνισμό και μία απολίτικη και ανιστόρητη πρόσληψη της πραγματικότητας. Είναι, επίσης, ένα δείγμα τού να μη θέλεις να δεις όσα συμβαίνουν, να αδυνατείς να συλλάβεις την ουσία των τεκταινομένων, την ιεράρχηση των διακυβευμάτων και τις βαθιές εξουσιαστικές σχέσεις που τα διέπουν». 

Παραδείγματα που θεωρούνται γυναικοκτονίες

Οικείες γυναικοκτονίες: Οι περισσότερες γυναικοκτονίες γίνονται από συντρόφους ή πρώην συντρόφους και περιλαμβάνουν αίτια όπως ζήλια, αίσθημα ανωτερότητας έναντι της γυναίκας ή εξουσίας πάνω της. 

Όταν η γυναίκα θεωρείται κτήμα: «Άμα δεν σε έχω εγώ, δεν θα σε έχει κανείς», ήταν ένα από τα μηνύματα που είχε στείλει ο γυναικοκτόνος της Δώρας στο θύμα του. Αυτό αντικατοπτρίζει ακριβώς την ιδιοκτησιακή αντίληψη που κυριαρχεί σε ορισμένες περιπτώσεις γυναικοκτονιών, όπου ο δράστης αρνείται να αποδεχτεί την αυτονομία της γυναίκας και την ελευθερία της επιλογής. Πρόκειται για την έκφραση μιας βαθιά ριζωμένης κουλτούρας ελέγχου και κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες, που ενισχύει την αναγκαιότητα αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία τόσο νομικά όσο και κοινωνικά.

Με κίνητρο τη σεξουαλική ικανοποίηση: Σε αυτές τις περιπτώσεις το σώμα και η ζωή της γυναίκας αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων του δράστη. Στις περιπτώσεις αυτές, η γυναικοκτονία συχνά συνοδεύεται από σεξουαλική κακοποίηση, με τον θάνατο να γίνεται το τελικό στάδιο αυτής της εξουσιαστικής διαδικασίας. Οι γυναικοκτονίες αυτού του τύπου μπορεί να περιλαμβάνουν εγκλήματα όπως ο βιασμός που καταλήγει σε φόνο ή η χρήση βίας με σκοπό τη σεξουαλική κυριαρχία και υποταγή του θύματος.

Κοινωνική γυναικοκτονία: Συχνά οι γυναίκες πεθαίνουν λόγω ακόμα και κοινωνικών θεσμών. Για παράδειγμα, σε χώρες που δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα επιλογής στις γυναίκες για το αν θα γίνουν μητέρες, χιλιάδες γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο από πρόχειρες ή παράνομες αμβλώσεις. 

Ακόμα κι αν δεν υπάρχει πρόθεση φόνου: Η 41χρονη Γαρυφαλλιά υπέστη άγριο ξυλοδαρμό στην Πάτρα και πέθανε 4 ημέρες αργότερα. Ο κακοποιητής-γυναικοκτόνος δήλωσε ότι «δεν είχε πρόθεση να της κάνει κακό». Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ήταν έτσι τα πράγματα, και πάλι πρόκειται για γυναικοκτονία.  

Παιδοκτονίες λόγω φύλου και αμέλειας: Σε ορισμένες χώρες υπάρχει κοινωνική προτίμηση στα αρσενικά παιδιά, οδηγώντας σε δολοφονίες παιδιών και εμβρύων λόγω φύλου ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που κορίτσια οδηγούνται στον θάνατο από αμέλεια των γονιών τους, επειδή είναι θηλυκά. 

Γυναικοκτονίες από γυναίκες: Ακόμα κι αν στον ορισμό γυναικοκτονία αρκετοί αποδίδουν στον δράστη αρσενικό φύλο, υπάρχουν και γυναικοκτονίες από γυναίκες. Για παράδειγμα, η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα ήταν μία κακούργα πεθερά που έπνιξε την ετοιμόγεννη νύφη της το 1959, κατηγορώντας την ότι είχε ερωτικό «παρελθόν» και δεν ήταν «άγγελος αγνότητος».

Σε ποιες χώρες έχει θεσμοθετηθεί ο όρος

Σε ορισμένες χώρες, ο όρος γυναικοκτονία έχει ήδη κατοχυρωθεί νομικά, αναγνωρίζοντας έτσι την ανάγκη για την αντιμετώπιση της βίας με έμφυλο πρόσημο. Στην Κολομβία, ο όρος εισήχθη επίσημα στο ποινικό σύστημα το 2015, και οι δράστες γυναικοκτονίας αντιμετωπίζουν αυστηρότερες ποινές, ειδικά σε περιπτώσεις που συνδέονται με σεξουαλική βία ή περιφρόνηση για το θύμα. Στη Χιλή, το 2010, και στο Μεξικό από το 2012, η γυναικοκτονία αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό έγκλημα, με ιδιαίτερες διατάξεις για την τιμωρία όσων καταδικάζονται. Ακόμη, στην Αργεντινή, ο νόμος ενάντια στη γυναικοκτονία τέθηκε σε ισχύ το 2012, προβλέποντας αυστηρότατες ποινές για τους δράστες που σκοτώνουν γυναίκες λόγω του φύλου τους. Στην Ιταλία, η έννοια δεν αναγνωρίζεται νομικά, ωστόσο υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα στις περιπτώσεις δολοφονιών γυναικών από συντρόφους ή πρώην συντρόφους, με κοινωνικά μέτρα υποστήριξης για τα θύματα έμφυλης βίας. Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, συνεχίζουν να πιέζουν για την ευρύτερη νομική κατοχύρωση του όρου, επιδιώκοντας να καταστεί σαφές ότι οι γυναικοκτονίες είναι όχι απλώς ατομικές πράξεις βίας, αλλά αποτέλεσμα βαθιάς έμφυλης ανισότητας και κοινωνικής καταπίεσης.

Οι δυσκολίες υιοθέτησης του όρου στον Ποινικό Κώδικα

Παρά την αυξανόμενη πίεση από ακτιβιστές και φεμινιστικές οργανώσεις για τη θεσμοθέτηση του όρου, τυχόν υιοθέτησή του στον Ποινικό Κώδικα θα συναντούσε δυσκολίες. Αφενός είναι δύσκολο να υπάρξει νομική σαφήνεια, δηλαδή το να διευκρινίζεται πάντα και ξεκάθαρα το αν τα κίνητρα του δράση είχαν να κάνουν με το φύλο. Αφετέρου υπάρχουν και τα άτομα που υποστηρίζουν ότι έτσι θα αποδιδόταν μία ιδιαιτερότητα στις ανθρωποκτονίες γυναικών, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» δεν αποτελεί απλώς ένα γλωσσικό ή νομικό ζήτημα – είναι ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αναγνώρισης μιας βίας που έχει συγκεκριμένη στόχευση και αιτία. Η αναγκαιότητα θέσπισης αυτού του όρου στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, είναι κρίσιμη για να φωτιστεί η παγίωση των έμφυλων ανισοτήτων που οδηγούν σε βία, σε βιασμούς και σε δολοφονίες θηλυκών.