Για τον Σεπτέμβριο μεταφέρεται το ενδιαφέρον των δανειοληπτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αναφορικά με το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού τους, καθώς όπως αναμένονταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατήρησε χθες αμετάβλητα τα επιτόκια.
Ως εκ τούτου το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης παραμένει σταθερό στο 4,25% και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων αμετάβλητα σε 4,50% και 3,75% αντιστοίχως.
Σχετικό Άρθρο
Οικονομία
ΕΚΤ: Αμετάβλητα τα επιτόκια τον Ιούλιο
Η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ κράτησε “κλειστά τα χαρτιά της” αναφορικά με τις προθέσεις της Τράπεζας για τη νομισματική πολιτική στο άμεσο μέλλον. Πάντως το βασικό σενάριο που έχουν υιοθετήσει αναλυτές και αγορές, είναι πως η επόμενη μείωση θα γίνει τον Σεπτέμβριο, ενώ εκτιμάται ότι θα γίνει και άλλη μία τον Δεκέμβριο.
Στην ανακοίνωση της η ΕΚΤ επισημαίνει ότι ο γενικός πληθωρισμός είναι πιθανόν να παραμείνει πάνω από τον στόχο για μεγάλο διάστημα του επόμενου έτους, ότι οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές εξακολουθούν να είναι υψηλές και ο πληθωρισμός των τιμών των υπηρεσιών αυξημένος, ενώ επαναλαμβάνει τη δέσμευση να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Νέες μειώσεις στα στεγαστικά δάνεια
Μπορεί ωστόσο το βασικό επιτόκιο του ευρώ να έμεινε χθες σταθερό, ωστόσο τα θετικά νέα για τους δανειολήπτες και κυρίως όσους έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, φέρνει η μείωση του Euribor 12μήνου σε χαμηλά έτους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το Euribor 12μήνου, όπου αναφέρεται η πλειονότητα των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, έχει υποχωρήσει τις τελευταίες ημέρες στα επίπεδα του 3,5%, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από τις 27 Μαρτίου 2023.
Τραπεζικές πηγές εξηγούν πως η συγκεκριμένη μείωση αυτή συμβάλλει επίσης στην υποχώρηση του μηνιαίου μέσου όρου για τον Ιούλιο στο 3,570% και προσθέτουν ότι εάν συνεχιστεί η τάση, θα σημάνει σημαντική ανάσα για τις τσέπες των κατόχων στεγαστικών δανείων που συνδέονται με την εξέλιξη του Euribor.
“Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η μηνιαία δόση ενός στεγαστικού δανείου 150.000 ευρώ για εξόφληση σε 25 χρόνια, θα είναι χαμηλότερη περίπου κατά 65-70 ευρώ ή γύρω στα 800 ευρώ ετησίως”, εκτιμούν οι ίδιες πηγές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έναν χρόνο πριν, τον Ιούλιο του 2023, ο μέσος όρος του Euribor 12μήνου ήταν πολύ υψηλότερος, στο 4,15%.
Σημειώνεται ότι το Euribor αντιπροσωπεύει το επιτόκιο με το οποίο οι ευρωπαϊκές τράπεζες δανείζουν χρήματα η μία στην άλλη, με περίοδο λήξης 12 μήνες. Αυτός ο δείκτης παίζει καθοριστικό ρόλο στον υπολογισμό των επιτοκίων των κυμαινόμενων στεγαστικών δανείων στην ευρωζώνη.
Ο Ιούλιος θα είναι ο όγδοος -και ο τέταρτος συνεχόμενος- όπου όσοι έχουν στεγαστικά δάνεια 12 μηνών θα δουν τις πληρωμές τους μειωμένες.
Ο δείκτης ξεκίνησε τη χρονιά στο 3,609% τον Ιανουάριο, για να ανέλθει στο 3,671% τον Φεβρουάριο και στο 3,718% τον Μάρτιο, αλλά υποχώρησε στο 3,703% τον Απρίλιο, στο 3,680% τον Μάιο και τον Ιούνιο με 3,65%.
Έρχεται γενικευμένη μείωση των επιτοκίων
Υπενθυμίζεται ότι στην πρόσφατη έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική η ΤτΕ διατυπώνει την εκτίμησή της ότι ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος εισέρχεται σε περίοδο μείωσης των επιτοκίων δανεισμού μετά την έναρξη της διαδικασίας χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και με την υποστήριξη της πλεονάζουσας ρευστότητας στο σύστημα, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω, καθώς η πρόσβαση στις αγορές διευκολύνεται λόγω της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών ομίλων από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
“Με την έλευση των πρώτων μειώσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ και την ενίσχυση των προσδοκιών για περαιτέρω υποχώρησή τους θα ενεργοποιηθούν δυνάμεις για γενικευμένη και συνεχή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στην ελληνική αγορά”, επισημαίνεται σχετικά.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλλει καταλυτικά προς την κατεύθυνση ενίσχυση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας σε μεγέθυνση του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η συνθήκη αυτή είναι αναγκαία για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους στα πολυετή υψηλά της τελευταίας διετίας τουλάχιστον έως και το 2026, καθώς οι αναπόφευκτες απώλειες εσόδων λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων στο υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο θα αναπληρωθούν τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, από την αύξηση της συνολικής πίτας των χορηγήσεων, προσθέτει η ΤτΕ.